Eξεγερμένοι Κόσμοι
Εισαγωγή στην ελληνική έκδοση
Τα είκοσι τελευταία χρόνια, κι ενώ το μεγάλο επαναστατικό κοινωνικό σχέδιο του 20ού αιώνα γνωρίζει την πιο βαθιά του κρίση, υπάρχουν και δρουν, σε περισσότερες από 100 χώρες, περίπου 500 οργανώσεις και κινήματα ένοπλης πολιτικής βίας, δίπλα σε άλλες τόσες ένοπλες οργανώσεις που συνεχίζουν να υπάρχουν αλλά, για κάποια διαστήματα, σιωπούν. Αυτή είναι η «άλλη όψη του πλανήτη», μια όψη που δεν γίνεται αντιληπτή απ’ τον σημερινό, πολιτικά φρόνιμο, αν και κορεσμένο από κάθε λογής πληροφορίες, πολίτη…
Εξεγερμένοι κόσμοι, λοιπόν, κι όχι επαναστατημένοι κόσμοι ή αντάρτικοι κόσμοι: οι καταστάσεις αυτές έχουν τα ιδιαίτερα νοήματα τους. Εξεγερμένοι κόσμοι κι όχι εξεγερμένος κόσμος ή κόσμος των εξεγερμένων ή της εξέγερσης: και οι λέξεις εδώ φαίνεται πως έχουν τις διαφορετικές σημασίες τους.
Το έργο αυτό δεν ενδιαφέρεται για την εξέγερση ως καθορισμένη μορφή και στιγμή της κοινωνικής και πολιτικής πραγματικότητας, αλλά για τις συγκεκριμένες γενικές και ειδικές καταστάσεις της εξέγερσης, αυτές που τη διατηρούν, μέσα στην ιστορία, ίδια αλλά και την καθιστούν, κάθε φορά, εξαιρετικά διακριτή. Για το λόγο αυτό, η επιλογή στον τίτλο των λέξεων Εξεγερμένοι κόσμοι γίνεται για να σημανθούν, όχι τόσο οι γενικές, αλλά οι ιδιαίτερες κοινωνικοοικονομικές και, προπαντός, πολιτικές, ιδεολογικές και πολιτισμικές συνθήκες που, σπαρμένες στους πιο διαφορετικούς τόπους του πλανήτη, γεννούν και διαμορφώνουν τις αυθεντικές καταστάσεις της ανθρώπινης εξέγερσης. Γίνεται ακόμη για ν’ αναδειχτεί η σημασία όχι μόνο της αντικειμενικής αλλά και της υποκειμενικής, όχι μόνο της εξωτερικής αλλά και της εσωτερικής, όχι μόνο της έλλογης αλλά και της βιωματικής κατανόησης της «πέρα από την έννομη τάξη και όρια» πραγματικότητας.
Καταστάσεις και λέξεις, τα εργαλεία της περιγραφής, της εννόησης και της ερμηνείας των εξεγερμένων κόσμων. «Καταστάσεις» και «Λέξεις», οι τίτλοι παλιών βιβλίων ενός ανθρώπου που υπερασπίστηκε όσο πολύ λίγοι σύγχρονοί του διανοητές την ιδέα και την πράξη της εξέγερσης. Δεν μνημονεύεται εδώ ο Ζ.Π. Σαρτρ τυχαία’ το γράψιμο της παρούσας εισαγωγής γίνεται κάτω απ’ το βάρος της μοναδικής και απλησίαστης εισαγωγής του στους Κολασμένους της γης[1] του Φ. Φανόν.
«Πρωταγωνιστές»: μια λέξη που παραπέμπει σε ρόλους και ιεραρχίες. Δεν πρόκειται όμως γι’ αυτό. Πρόκειται για το πολιτικό υποκείμενο των εξεγέρσεων, στη σχετική του αυτοτέλεια, ένα πολιτικό υποκείμενο που συμπυκνώνει ιδέες και προσωποποιεί όσα φανερά και μυστικά νοήματα δημιουργεί η κοινωνική ύπαρξη και ο κοινωνικός ανταγωνισμός.
«Πρωταγωνιστές»: το πολιτικό υποκείμενο που εσωτερικεύει, διατυπώνει και πραγματοποιεί -εν ονόματι συνήθως κοινωνικών τάξεων ή ομάδων, του λαού η των μαζών, της πίστης ή της ιδέας- υλικά και ηθικά αιτήματα και σκοπούς. Πρωταγωνιστές είναι η μερικότητα, και όχι η ατομικότητα, ομάδα προσώπων ενίοτε εξαιρετικά ολιγάριθμη, που διαμεσολαβεί πολιτικά μια, περισσότερο ή λιγότερο πραγματική, κοινωνική, εθνική, φυλετική, ιδεολογική ή άλλη καθολικότητα. Παραφράζοντας γνωστή ρήση, πρωταγωνιστές του κοινωνικού ανταγωνισμού, της κοινωνικής σύγκρουσης και εξέγερσης είναι μια μερικότητα καθ’ εαυτή και δι’ εαυτήν.
Οι Εξεγερμένοι Κόσμοι είναι έργο που, όπως δηλώνει, ενδιαφέρεται, παρατηρεί και αναλύει τους πρωταγωνιστές και τις συγκρούσεις που προσλαμβάνουν βίαιες πολιτικές μορφές. Αν και διαχωρίζει τις βίαιες πολιτικές συγκρούσεις ως προς τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους -μελετώντας τες άλλοτε ως εσωτερικούς πολέμους, δηλαδή μεγάλης έκτασης και έντασης εσωτερικές συγκρούσεις[2], άλλοτε ως αντάρτικα πόλης ή υπαίθρου, δηλαδή υψηλής έντασης αλλά περιορισμένης έκτασης συγκρούσεις, κι άλλοτε ως ένοπλη προπαγάνδα-, διακρίνει τον κοινό παρονομαστή τους που είναι η εξέγερση.
Η εξέγερση συνεπώς εξετάζεται όχι μόνο, ή όχι κυρίως, ως προς την έκταση, την ένταση, το σκοπό και τα αποτελέσματα της, αλλά ως κατάσταση απελευθερωτική, ως αναζήτηση ενός πραγματικού νοήματος. Η βία της εξέγερσης ερμηνεύεται όχι ως πράξη που στρέφεται μόνον ενάντια στην εξωτερική αντικειμενική κοινωνική τάξη, αλλά ως πράξη που πρωταρχικά στρέφεται ενάντια στην εσωτερικευμένη, υποκειμενική κοινωνική τάξη, ενάντια στον κοινωνικά υποταγμένο εαυτό.
Ελεγεία της εξέγερσης; Ύμνος στους εξεγερμένους; Ο σκοπός του βιβλίου δεν είναι αυτός. Άλλωστε οι εξεγερμένοι κόσμοι δεν είναι οι κόσμοι της επανάστασης. Αποτελούν, ίσως, τις πρώιμες μορφές της, τις στιγμές που την προαναγγέλλουν και την προετοιμάζουν σ’ έναν εκτεταμένο ιστορικό χρόνο. Η εξέγερση είναι περισσότερο η άρνηση του παρόντος παρά η «θέση» (σχέδιο και φαντασιακή δημιουργία μαζί) για το μέλλον γι’ αυτό και παραμένει ως κοινωνικοπολιτική μορφή ατελής, συχνά αντιφατική και ανολοκλήρωτη. Το αποτύπωμα της κοινωνίας που την εκτρέφει, της κοινωνίας ενάντια στην οποία στρέφεται, είναι βαθύ τόσο πάνω της όσο και στα πρόσωπα και τους χαρακτήρες των πρωταγωνιστών της. Αυτό δεν περιορίζει ωστόσο τη σημασία της, το φως που εκπέμπει, ούτε μειώνει τα νοήματα που, ορθολογικά κι ενορατικά, ενσαρκώνουν οι άνθρωποι που τη συλλαμβάνουν, τη σχεδιάζουν, τη βιώνουν και την πραγματοποιούν.
Οι περίπου 25 συγγραφείς των κειμένων του συλλογικού αυτού έργου τίθενται αντιμέτωποι μ’ ένα δύσκολο ζήτημα, καθώς αυτό δεν αφορά το πολύτροπα ελεγχόμενο, έντεχνα θεαματικό, αλλά ουσιαστικά ήρεμο έως και νωθρό πεδίο των θεσμοθετημένων πολιτικών αντιπαραθέσεων, αλλά το μεγάλης έντασης πεδίο των πέραν των -υπαρκτών ή ανύπαρκτων- θεσμών ένοπλων πρακτικών συγκρούσεων. Παρά την πίεση που ασκεί ο κυρίαρχος πολιτικός λόγος σε κάθε απόπειρα ελεύθερης και εις βάθος συζήτησης αυτού του ζητήματος. αυτοί δεν εξαντλούνται σε αξιολογικές κρίσεις, δεν προτάσσουν την έννομη τάξη και το θετικό δίκαιο ως υπέρτατες καθολικές αρχές, αλλά επιχειρούν να ερμηνεύσουν τις αιτίες των συγκρούσεων και την πολιτική βία, διακρίνοντας την καθεστωτική, την κυρίαρχη ή την ηγεμονική πολιτική βία από την πολιτική βία των εξεγερμένων, αυτήν που μπορεί να ονομαστεί (και, σε τελευταία ανάλυση, είναι) πολιτική αντι-βία. Τη βία αυτή την αντιλαμβάνονται _ ωστόσο ως απευκταία αναγκαιότητα. Κατανοούν τις συγκρούσεις και τις βίαιες πολιτικές μορφές, χωρίς να συμφιλιώνονται μαζί τους, προσβλέπουν σε μια δίκαιη ειρήνευση, που όμως δεν προσδιορίζουν, και γράφουν ως ανθρωπιστές. Ίσως η προσέγγιση τους, στον σημερινό κόσμο, να φαντάζει ουτοπική, δεν είναι όμως αυτή η «ουτοπία» που χαρακτηρίζει τα κείμενα τους. Ο αναγνώστης μπορεί να διατηρήσει τη δική του κοινωνικοπολιτική θεώρηση, το δικό του αξιακό σύστημα, τον δικό του ηθικό κώδικα, το σκεπτικισμό, την αισιοδοξία ή την απαισιοδοξία του. Η αξία αυτού του έργου βρίσκεται στο βλέμμα, στη λεπτομερή ανάλυση, στην εννόηση της εξαιρετικής πολυπλοκότητας αυτού του «κάτω κόσμου», αυτής της άλλης όψης της πραγματικότητας – ίσως του μόνου αληθινού κόσμου.
Υπάρχουν ερμηνευτικά σχήματα που στον «σκληρό» πυρήνα τους περιέχουν ριζικά αντιτιθέμενες γενικές κοινωνικές και πολιτικές θεωρίες και εύλογα παράγουν μη συγκρίσιμα πολιτικά συμπεράσματα. Στις περιπτώσεις αυτές η διχοτομία ορίζει απ’ τη μια τα ερμηνευτικά σχήματα που σκοπούν στη διατήρηση της θεμελιακής δομής και στην εξέλιξη παράγωγων δομών και μορφών τού υπό κρίσιν συστήματος και, απ’ την άλλη, όσα σκοπούν στη ριζική μεταβολή της θεμελιακής δομής. Υπάρχουν παράλληλα παλιά και νέα ερμηνευτικά σχήματα που, αν και στον «σκληρό» πυρήνα τους περιέχουν -ή αναφέρουν- τις ίδιες γενικές θεωρίες, τα συμπεράσματα τους διαφέρουν πολύ, ενίοτε ριζικά, μεταξύ τους. Και εδώ οι διχοτομίες αφορούν δύο βασικές κατηγόριες ερμηνευτικών σχημάτων. Στα πρώτα, η μεταβολή του συστήματος προσδοκάται, νοείται και σχεδιάζεται ως οικονομική, κοινωνική και πολιτική μεταρρύθμιση, αποκλείοντας τη βίαιη κοινωνική και πολιτική σύγκρουση[3]. Στα δεύτερα η ριζική μεταβολή του συστήματος, ανεξάρτητα από προσδοκίες ή προθέσεις, συνάγεται ως η ολική ή μερική, παγκόσμια ή τοπική, συνεχής ή αναδυόμενη σε συγκεκριμένους ιστορικούς-πολιτικούς χρόνους, ακραία ή οριακά βίαιη κοινωνική και πολιτική σύγκρουση με το σύστημα[4].
Η διαφορά ανάμεσα σ’ αυτά τα ερμηνευτικά σχήματα είναι απλή αλλά και καθοριστική. Τα πρώτα θεωρούν τη μη βία υπέρτατη αρχή κι εάν η κοινωνική και πολιτική ένταση έναντι του συστήματος την καθιστά επικείμενη, τότε αναστέλλεται και αναθεωρείται το πολιτικό σχέδιο της αλλαγής του. Τα δεύτερα θεωρούν την αλλαγή του συστήματος που παράγει την καθεστωτική ή συστημική βία υπέρτατη αρχή. Τόσο η πρώτη όσο και η δεύτερη κατηγορία ερμηνευτικών σχημάτων έδωσαν μέχρι σήμερα ένα μεγάλο αριθμό πολιτικών σχεδίων και διάφορους τύπους πολιτικών-οργανωτικών μορφών. Οι διαφορές μεταξύ τέτοιων σχεδίων και μορφών, στο εσωτερικό της κάθε κατηγορίας, ιδιαίτερα αυτών που περιέχονται στη δεύτερη κατηγορία ερμηνευτικών σχημάτων, δεν είναι απλές. Ο προσδιορισμός και η κατανόηση τους προσκρούουν σε αβεβαιότητες και παρουσιάζουν πολύ μεγαλύτερες δυσκολίες απ’ ό,τι δείχνουν οι συνήθεις πολιτικές αναλύσεις. Όταν συνδυάζεται όμως θεωρητική επάρκεια, καλή μέθοδος, πλούσιο εμπειρικό υλικό και, προπαντός, κατάλληλη σχέση αναλυτή και θέματος, τα αποτελέσματα μπορούν να είναι ενδιαφέροντα και να επιτρέψουν την ικανοποιητική γνώση της θεωρητικής και πρακτικής εμπειρίας των πρωταγωνιστών της ένοπλης σύγκρουσης. Για το λόγο αυτό, κι απ’ το γεγονός της ανάπτυξης τα τελευταία χρόνια οργανώσεων πολιτικής βίας νέας ιδεολογικής προέλευσης, το πιο πάνω πρόβλημα (και όχι η καταγραφή-συστηματοποίηση-αξιολόγηση διαφορετικών σκοπών και μορφών ένοπλων συγκρούσεων) αποτέλεσε και το «αφηρημένο» αντικείμενο του βιβλίου.
Το πρόβλημα του προσδιορισμού και της κατανόησης των διαφορών ανάμεσα στα δύο ερμηνευτικά σχήματα, με σκοπό την παραγωγή πολιτικής θεωρίας και τη χάραξη στρατηγικής και τακτικής, εμφανίζεται βέβαια α” όλες τις περιόδους της νεότερης πολιτικής ιστορίας, αυτής τουλάχιστον που φέρνει στο προσκήνιο τα θέματα της ιδεολογίας και της θεωρητικής προετοιμασίας της εξέγερσης. Η αντιμετώπιση του ξεκινά στα μέσα του 19ου αιώνα και οι αντιπαραθέσεις της περιόδου 1870-1920 διαμορφώνουν ένα πολύ σημαντικό και ανθεκτικό στο χρόνο (αποτελεί ώς το 1980 την κύρια πηγή θεωρητικών θεμελιώσεων) εμπειρικό και αναλυτικό υπόβαθρο. Την περίοδο εκείνη τα πολιτικά υποκείμενα προβάλλουν επαναστατικά σχέδια και μορφές με εργατικά-προλεταριακά ή/και μικροαστικά κοινωνικά χαρακτηριστικά, που είτε, τις περισσότερες φορές, αναφέρονται στη μαρξιστική-λενινιστική παράδοση είτε αναφέρονται στην αναρχική παράδοση. Την περίοδο εκείνη, τα πολιτικά υποκείμενα είναι πολλά, αλληλοπροσεγγίζονται και αλληλοαπομακρύνονται, επηρεάζουν κι επηρεάζονται, αναθεωρούνται και μετασχηματίζονται συνεχώς, αλλά διατηρούν τη σχετική τους αυτοτέλεια.
Στη μετά το 1920 και μέχρι το τέλος του πολέμου περίοδο, στις ευρωπαϊκές κυρίως χώρες, τα σχέδια και οι μορφές που υιοθετούν κομμουνιστικές οργανώσεις και κόμματα εν μέρει εναρμονίζονται με τη στρατηγική της ΕΣΣΔ. Είναι η εποχή που η πολιτική θεωρία της 3ης Διεθνούς αντικρούει τις αυθόρμητες εξεγέρσεις και τις αυτόνομες πολιτικές δράσεις, προωθεί την «μπολσεβικοποίηση» και αναδεικνύει τη πολιτική των λαϊκών, πατριωτικών και αντιφασιστικών μετώπων. Στις οικονομικά καθυστερημένες χώρες των αντιαποικιακών εξεγέρσεων, τα πολιτικά σχέδια, οι μορφές οργάνωσης και διεξαγωγής ίου κοινωνικού-πολιτικού αγώνα, στο βαθμό που δεν παράγουν σημαντικό θεωρητικό έργο (αλλά, κι όταν παράγουν, αυτό δεν γίνεται γνωστό έξω απ’ τα σύνορα τους), δεν εγγράφονται στη γενική θεωρητική πολιτική παράδοση και δεν αξιοποιούνται από τα υπάρχοντα ερμηνευτικά σχήματα της ευρωπαϊκής πολιτικής παράδοσης. Η θεωρητική ανεπάρκεια και αδυναμία κατανόησης των περισσότερων τοτινών και κυρίως των σημερινών συγκρούσεων δεν είναι άσχετη με την ένδεια κοινωνιολογικών, εθνολογικών, πολιτισμικών και προπαντός πολιτικών γνώσεων για χώρες και περιοχές που καλύπτουν περισσότερο από τα 3/4 του πλανήτη.
Τον μεγάλο πόλεμο διαδέχεται η μακρά ιστορική φάση του Ψυχρού Πόλεμου με το μεγάλο ανοδικό και το μεγάλο καθοδικό ρεύμα των εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων και των κομμουνιστικών κομμάτων. Η συνοπτική περιοδολόγηση αυτής της φάσης επιτρέπει τη διάκριση μιας πρώτης περιόδου εδραίωσης της διπολικής τάξης (1945-1950), ακολουθεί ο διπολικός ανταγωνισμός (1950-1985), που περιλαμβάνει τις περιόδους των αντιαποικιακών απελευθερωτικών πολέμων (1950-1965), τους αντιεπεκτατικούς-αντιιμπεριαλιστικούς πολέμους (1965-1975), με κορυφαίο τον πόλεμο του Βιετνάμ και τους ανταρτοπόλεμους (κυρίως της Λατινικής Αμερικής), την περίοδο αναδίπλωσης των Η ΠΑ (1975-1980), τη δεκαετία του ’80 με την καμπή της ΕΣΣΔ, την πτώση της, τη μεταλλαγή της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, την αποσταθεροποίηση-αποδυνάμωση των νέων μετααποικιακών κρατών από πολέμους (εσωτερικούς και συνοριακούς) χαμηλής έντασης και το τέλος του διπολισμού το 1989[5].
Στη διάρκεια της δεκαετίας του ’80, διατηρούνται και επεκτείνονται οι εστίες των ένοπλων συγκρούσεων, περιορίζονται όμως η ένταση και η ακτινοβολία τους, ενώ, για πρώτη φορά, εμφανίζονται ένοπλα κινήματα με κοινωνικές, εθνοφυλετικές και πολιτισμικές ρίζες, που δεν εντάσσονται στο μέχρι τότε κύριο ιστορικό ρεύμα. Παράλληλα, μετά το ’80 σημειώνεται στη διεθνή σκηνή πολιτική ανάκαμψη των ΗΠΑ (διακυβέρνηση Reagan) και εκδηλώνονται παρεμβάσεις στη Νικαράγουα, με την ενίσχυση των Κόντρας, στο Αφγανιστάν, προμηθεύοντας τους φονταμενταλιστές αντάρτες με υψηλής τεχνολογίας οπλισμό (έως και με πυραύλους Stinger), επιτείνοντας μ’ αυτό τον τρόπο την κρίση και καμπή της ΕΣΣΔ. Η δημιουργία σημαντικών αμερικανικών ερεισμάτων σε ορισμένα παλιά (Renamo στη Μοζαμβίκη, Unita στην Αγκόλα) και προπαντός στα νέα ένοπλα κινήματα, ήταν μόνο μια σύντομη, εξαιρετικά σύντομη παρένθεση. Τόσο σύντομη όσο και η προσδοκία για «το τέλος της ιστορίας» που άνθησε παράλληλα με την περεστρόικα και την κατάρρευση του κρατικού σοσιαλιστικού συνασπισμού το 1989…
Η δεκαετία του ’90 δεν θυμίζει, από πολλές απόψεις, τις προηγούμενες δεκαετίες. Πολλά έχουν αλλάξει1 το πρόβλημα του προσδιορισμού και της κατανόησης των πολιτικών σχεδίων και των πολιτικών-οργανωτικών μορφών επανατίθεται με διαφορετικούς όρους που έχουν σχέση με τις νέες καταστάσεις, τόσο στο συγκρουσιακό όσο και στο θεωρητικό πεδίο. Νέες καταστάσεις, κι όχι εξελίξεις, καθώς η δεκαετία του ’90 συνιστά τομή που δεν εγγράφεται στην προηγούμενη περιοδολόγηση των συγκρούσεων. Οι καταστάσεις αστές μετέβαλαν πολλά απ’ τα παλιά δεδομένα, ώστε όχι μόνο τα νέα ένοπλα «.νήματα αλλά κι αυτά που δημιουργήθηκαν και διαμορφώθηκαν την προηγούμενη ιστορική περίοδο να πρέπει να δουν ξανά τον εαυτό τους και να ιδωθούν μέσα από επανεπεξεργασμένα, πιο κατάλληλα, και σε ορισμένες περιπτώσεις απολύτως νέα ερμηνευτικά σχήματα. Το πρόβλημα από δύσκολο έγινε ακόμη δυσκολότερο, αν στόχος είναι να προχωρήσει κανείς πέρα από την πρώτη ανάγνωση των φαινομένων – και η όποια στάση απέναντι στο πρόβλημα καθίσταται πλέον επισφαλής και αμφιλεγόμενη. Κι αυτό, για δύο τουλάχιστον βασικούς λόγους.
Ο πρώτος έχει σχέση με τη δυσκολία προσέγγισης και κατανόησης της εσωτερικής εμπειρίας κινημάτων, οργανώσεων και προσώπων που μετέχουν σε Βίαιες πολιτικές διαδικασίες. Έτσι, η σχετικά πρόσφατη ακαδημαϊκή και ερευνητική ενασχόληση με τα θέματα των σύγχρονων (από τη δεκαετία του ’60 και εντεύθεν) εσωτερικών πολέμων και των βίαιων πολιτικών μορφών σε αρκετές χώρες -όχι όμως και στην Ελλάδα[6]– δεν βρίσκει ικανοποιητικούς τρόπους γνώσης αυτής της εσωτερικής εμπειρίας. Κατά γενικό κανόνα, οι προσπάθειες επικεντρώνονται, σ’ έναν πρώτο χρόνο, στην ανάλυση του λόγου[7]των κινημάτων, των οργανώσεων και των πρωταγωνιστών τους, μέσω της ανάλυσης των κειμένων τους και των ένοπλων πράξεων τους (που ουσιαστικά αποτελούν και αυτές πολιτικό λόγο). Σε δεύτερο χρόνο, η προσπάθεια εξαντλείται στην αξιολόγηση του κοινωνικού και πολιτικού αποτελέσματος του λόγου και της πράξης τους. Σ’ αυτές τις προσπάθειες ο αναλυτής αντιπαραθέτει τη δική του πολιτική σκέψη, το δικό του αξιακό σύστημα, ίσως και τον δικό του, «άρρητο» συνήθως, λόγο σε αυτά του κρινόμενου πολιτικού υποκειμένου. Στις καλύτερες περιπτώσεις ο αναλυτής αναλαμβάνει ο ίδιος να αντιπαραβάλλει τα αποτελέσματα λόγου και πράξης του πολιτικού υποκειμένου με τους ρητούς και άρρητους σκοπούς τού εν λόγω υποκειμένου, όπως βέβαια τους αντιλαμβάνεται ο ίδιος. Όταν όμως πρόκειται για τους πρωταγωνιστές, η ερμηνεία του λόγου και των πράξεων τους προϋποθέτει τη γνώση και κατανόηση, απ’ τον αναλυτή, των βιωμάτων τους, του τρόπου αντίληψης και σκέψης τους και, το δυσκολότερο, της «διαλεκτικής κίνησης αυτού που βιώνεται κι αυτού που συλλαμβάνεται από τη σκέψη»[8]. Τότε μόνο υπάρχει πραγματική ερμηνεία του νοήματος του υποκειμένου και όχι εξαφάνιση (αντικειμενοποίηση) του υποκειμένου, όπως επιχειρούν ορισμένων κοινωνικών ή πολιτικών σχολών -ή αντιλήψεων- αναλυτές. Τότε μόνο υπάρχει πραγματική ερμηνεία προσωπικού νοήματος κι όχι αγοραίο ψυχογράφημα ή παραφιλολογικό ανάγνωσμα, που συνήθως γράφεται από δημοσιολόγους, ένα είδος καθιερωμένων θεωρητικών του «κοινού νου» και διαμορφωτών κοινής γνώμης… Τέλος, τότε μόνο υπάρχει ερμηνεία υποκειμενικού νοήματος κι όχι απλώς κινήτρου που κυρίως ενδιαφέρει τους νομικούς και δικαστές μιας ορισμένης σχολής[9]. Η εφαρμογή ενός ερμηνευτικού σχήματος που ν’ ανταποκρίνεται στις πιο πάνω υποθέσεις απαιτεί, όπως ήδη αναφέρθηκε, κατάλληλη σχέση αναλυτή και θέματος. Αυτή με τη σειρά της συνεπάγεται, όταν ο αναλυτής δεν διαθέτει ικανή εσωτερική γνώση, τη συνεργασία και συμμετοχή του πολιτικού υποκειμένου. Σε μια τέτοια προσέγγιση ο κίνδυνος της υποκειμενικότητας είναι λογικό να υπάρχει και οφείλει να αντιμετωπιστεί. Όμως ένας πιθανός αντίλογος για την ανάγκη απόλυτης αντικειμενικότητας-«εξωτερικότητας» του αναλυτή έχει, τουλάχιστον ως προς αυτό το πρόβλημα, μόνο σχετική αξία. Τέτοιου είδους αναλύσεις δεν αποτελούν ουτοπία: έχουν επιχειρηθεί κι έχουν αποδώσει- παρά ταύτα σπανίζουν, καθώς χρειάζονται χρόνο, πολλή προσπάθεια και, το δυσκολότερο, χτίσιμο σχέσεων αμοιβαίας εμπιστοσύνης αναλυτή και -ένοπλου στην προκειμένη περίπτωση- πολιτικού υποκειμένου[10].
Ο δεύτερος λόγος έχει σχέση με την καθαυτό θεωρητική δουλειά και εντοπίζεται τόσο σε κενά της γενικής θεωρίας όσο και σε αδυναμίες της ειδικής πολιτικής θεωρίας που χρησιμοποιείται ως ερμηνευτικό πλαίσιο και ως εργαλείο για την κατανόηση των εσωτερικών πολέμων και των ένοπλων κινημάτων και οργανώσεων. Από τη διαπίστωση όμως των κενών ή αδυναμιών ώς την εμβάθυνση τους, κι από εκεί ώς τη θεμελίωση νέων θεωρητικών παραδειγμάτων, η διαδρομή είναι μακρά και δύσβατη. Δεν είναι δυνατό συνεπώς, με αφορμή την παρούσα Εισαγωγή, να υπάρξουν απαντήσεις. Αυτό που μπορεί να γίνει είναι /α επισημανθούν ορισμένες απλουστεύσεις, σχηματοποιήσεις και τελικώς στρεβλές αναπαραστάσεις της πραγματικότητας που, όπως συνάγεται απ’ τα κείμενα που ακολουθούν, προκαλούνται απ’ την «εξωτερική», απόλυτη και άκαμπτη, εν πολλοίς δογματική, εφαρμογή θεωριών και θεωρημάτων.
Σ’ ό,τι αφορά τη γενική θεωρία, τα ελλείμματα του παρελθόντος οδήγησαν σε κενά του παρόντος, και νέα ερωτήματα προστέθηκαν, ζητώντας κάποιες, πρώτες έστω, ικανοποιητικές απαντήσεις. Αφορούν πρωταρχικά τις βασικές φιλοσοφικές, κοινωνιολογικές και πολιτικές κατηγορίες: ελευθερία, δημοκρατία, δικαιοσύνη, δίκαιο, πρόοδος, ή άλλες όπως πολιτισμός, φυλή, έθνος, κοινωνία, κοινοτισμός, κράτος, καπιταλισμός, σοσιαλισμός, κοινωνικές τάξεις, λαός[11]… Σ’ αυτές τις κατηγορίες, διαφωτισμός και νεωτερικότητα έδωσαν σημασίες, περιεχόμενα και μορφές, διαφορετικές έως αντιφατικές, που όμως συγκροτούσαν ένα κοινό εννοιολογικό σώμα. Ο αγνωστικισμός και το μετα-jovrepvo, όταν δεν προσλάμβαναν εντάξιμα χαρακτηριστικά, εκδηλώνονταν έξω από αυτό το σώμα… Το ίδιο περίπου συνέβαινε και με τις μεθόδους όπου ακόμη και οι ριζικά αντιτιθέμενες μεταξύ τους ήταν αμοιβαία αναγνωρίσιμες και τα πεδία σύγκρουσης τους προσδιορίσιμα. Σε σχέση με όλα αυτά, ένα πρόσφατο άρθρο της εφημερίδας Independent[12] με τίτλο «Ξεχάστε τον, τα αληθινά μυαλά πίσω από την Αλ Κάιντα είναι στο βάθος» έδωσε την ιδέα για τη διατύπωση ενός ενδεικτικού παραδείγματος. Το κείμενο ξεκινά ως εξής:
Ο καθένας χρειάζεται ένα όνομα για να σηκώσει ψηλά, για να κάνει σημαία, μια ιστορία, μια είδηση. Σε κανέναν δεν αρέσουν τα πολύπλοκα πράγματα. Το ζήτημα δεν είναι να κατανοήσουμε αλλά να καταδικάσουμε και να δαιμονοποιήσουμε ή να ειδωλοποιήσουμε. Και το μοναδικό όνομα που άμεσα υποδηλώνει διεθνή «ισλαμική»[13] τρομοκρατία σήμερα είναι Οσάμα μπιν Λάντεν. Αλλά είναι το λάθος όνομα. Ή, τουλάχιστον, ο προβολέας είναι στραμμένος σε λάθος κατεύθυνση…
Στη συνεχεία ο αρθρογράφος δείχνει μιαν άλλη κατεύθυνση:
Ο Οσάμα διέθεσε κυρίως χρήματα, ακτιβιστική παρόρμηση και το ουαχαμπίτικο[14]θρησκευτικό του υπόβαθρο, ενώ ο Αιγύπτιος αλ Ζαουαχίρι έφερε τις ιδέες, το διανοητικό βάρος και την πίσω απ’ τη σκηνή ηγεσία…
Το δεύτερο αυτό, επίσης αρκετά γνωστό, όνομα παρουσιάζεται με τα πολύ ενδιαφέροντα βιογραφικά του στοιχεία που παραπέμπουν σε οικογενειακές ρίζες στο μεγάλο θρησκευτικό πανεπιστήμιο του Ισλάμ, το αλ Αζχάρ, με την πνευματική επιρροή του κορυφαίου (μαζί με τον Χασάν ελ Μπάνα) Αιγυπτίου ισλαμιστή Σαγιέντ ελ Κοτμπ, το κίνημα των Αδελφών Μουσουλμάνων, την επιρροή του θεωρούμενου και πατέρα του ριζοσπαστικού ισλαμισμού Σύρου Ιμπν Τααμίγια, την εκτέλεση απ’ τον Γκαμάλ αμπντ ελ Νάσερ του Σαγιέντ ελ Κοτμπ το 1966… Αυτό που προκύπτει από το άρθρο δεν είναι η παράθεση μιας αλληλουχίας ονομάτων και περιστατικών. Είναι η παρουσίαση του πολιτικού και ιδεολογικού φόντου μιας αντίδρασης και μιας εξέγερσης που σημαδεύει βαθιά τη σημερινή εποχή, συμπαρασύροντας περισσότερους από ένα δισεκατομμύριο ανθρώπους.
Πού βρίσκεται όμως το ειδικού ενδιαφέροντος παραδειγματικό στοιχείο; Βρίσκεται στο γεγονός ότι το πανθομολογούμενα τότε προοδευτικό εξοντώνει το πανθομολογούμενα τότε βαθιά συντηρητικό-αντιδραστικό. Ούτε ο διπολισμός ούτε οι ιδεολογικές ή πολιτικές διχοτομίες ολόκληρης της μέχρι τη δεκαετία του ’90 εποχής -όπως η διαπάλη καπιταλισμού/σοσιαλισμού, προόδου/αναχρονισμού- άφηναν περιθώρια σε κάποια από τις αντιτιθέμενες ή αλληλοσυγκρουόμενες πλευρές ν’ αμφισβητήσουν το κοσμικό κράτος, την εθνική συνείδηση, την αγροτική μεταρρύθμιση και εκβιομηχάνιση, την παρέμβαση στις διεθνείς σχέσεις του Γκαμάλ αμπντ ελ Νάσερ. Η όποια εξωτερική πολιτική στήριξη των ισλαμιστικών κινήσεων ήταν τότε παρασκηνιακή και απέβλεπε σε εσωτερικές πολιτικές αποσταθεροποιήσεις. Σήμερα, αυτό που χτες ήταν συντηρητικό-αντιδραστικό έρχεται αντιμέτωπο με τη νέα τάξη πραγμάτων, με την ενιαία σκέψη, με τον κομφορμισμό μεγάλων τμημάτων πληθυσμού στις οικονομικά αναπτυγμένες χώρες, με την πλανητική βία του ηγεμόνα. Σήμερα, δυνάμεις που αναφέρονται στο Ισλάμ, όχι μόνο δεν περιορίζονται στην άρνηση, αλλά διατυπώνουν έλλογες προτάσεις και παρεμβαίνουν σε ζητήματα εξορθολογισμού και ηθικής της κοινωνικής διαχείρισης, σε καταυλισμούς της Γάζας, στο προ επέμβασης Αφγανιστάν[15] και αλλού. Παράλληλα, αυτό που χτες ήταν προοδευτικό σήμερα αποτελεί ένα καθεστώς κοινωνικά άδικο και άνευρο, πολιτικά αντιδημοκρατικό (κρινόμενο ως προς το δυτικού τύπου δημοκρατικό πρότυπο που το ίδιο το καθεστώς επαγγέλλεται) και στη διεθνή σκηνή συμβιβασμένο. Άραγε το συντηρητικό-αντιδραστικό έγινε τώρα προοδευτικό και αντιστρόφως; Η απάντηση που δίνεται από κάποιους (και σχετικά εύκολα, είτε πρόκειται για άρνηση είτε για κατάφαση), όσο παραμένει γαντζωμένη σ’ αυτές τις έννοιες και, γενικότερα, όσο περιορίζεται στο ενοιολογικό σώμα που σκιαγραφήθηκε πιο πάνω, είναι το λιγότερο αδιάφορη.
Τούτο το βιβλίο, με τα περίπου 100 κείμενα που περιέλαβε αποσκοπώντας να ανιχνεύσει, να περιγράψει και να (επιχειρήσει να) ερμηνεύσει αντίστοιχες διακριτές καταστάσεις, προσπαθεί να αποτρέψει την παγίδευση σε αδιάφορα, επαναλαμβανόμενα και, συχνά, ιδεολογικά προκαθορισμένα εννοιολογικά σώματα. Το κείμενο που αναφέρεται ειδικά στο Υπερεθνικό Ισλάμ δεν περιορίζεται σε στερεότυπα για την παγκοσμιοποίηση, τους κοινωνικούς σχηματισμούς, το έθνος, τον εθνικισμό, τον εθνισμό, τη θρησκεία ως κοσμοθεωρία, ως παράδοση και ως κανόνα κοινωνικής ζωής[16]. Εστιάζει στα νέα κοινωνιολογικά, εθνολογικά και ιδεολογικά χαρακτηριστικά του σύγχρονου ριζοσπαστικού ισλαμισμού, επισκοπώντας προσεκτικά και αναλύοντας τη διεθνοποίηση-επανολοκλήρωσή του σε μόλις τρεις δεκαετίες.
Έντονη γεωγραφική κινητικότητα, νέα μορφωμένα κοινωνικά στρώματα, διαδικασία αποισλαμισμού-εκκοσμίκευσης-επανισλαμισμού, ιδιαίτερα της δεύτερης και τρίτης γενιάς μεταναστών στις χώρες της Δύσης, δεν συνιστούν απλώς μια «ισλαμική διασπορά» αλλά φτάνουν ώς την ανασύσταση ταυτότητας και πολιτισμικών κωδίκων στον διεθνή χώρο. Η υποχώρηση του εθνοκεντρισμού, ο ιδεολογικός-θρησκευτικός διεθνισμός, η ανάδυση της βαθειάς πολιτικής παράδοσης του Ισλάμ[17] παράλληλα με τη διατήρηση θρησκευτικών-ιδεολογικών διαιρέσεων[18], η συνάντηση του νεο-φονταμενταλισμού με τον αντιιμπεριαλισμό και τον τριτοκοσμισμό δείχνουν ότι η πραγματικότητα έχει αλλάξει κι ότι η θεωρητική πραγματικότητα δεν μπορεί να ανακυκλώνεται παραμένοντας ακίνητη.
Το πρόβλημα που παρουσιάζεται με τις ασάφειες και ελλείψεις στο σώμα των εννοιών, παρουσιάζεται με την ίδια ένταση και στις χρησιμοποιούμενες μεθόδους. Κάτι τέτοιο δεν μπορούσε να μη συμβεί καθώς οι εννοιολογικές επιλογές δεν είναι ανεξάρτητες απ’ τις μεθόδους με τις οποίες συναρτώνται («συνεργάζονται»). Όμως αυτό δεν καθιστά τις όποιες μεθόδους εκ προοιμίου αναξιόπιστες ή ακατάλληλες. Έτσι, στο προηγούμενο ερώτημα, απαντήσεις μπορούν να δοθούν και να έχουν μια (συμβασιακά επιλεγμένη) μεθοδολογική συνέπεια υπό προϋποθέσεις και εντός ορίων. Αυτό γίνεται ενίοτε μέσω μιας ακραίας[19] ιστορικίστικης -και όχι μόνο- προσέγγισης. Αρκεί βέβαια να γίνουν ορισμένες εννοιολογικές και αξιολογικές ανατροπές ή αναθεωρήσεις. Στο ίδιο ερώτημα απαντήσεις δίνουν και οι λογικές αναλύσεις με ισχυρό αξιολογικό και αποφαντικό πυρήνα, ή οι δομιστικού χαρακτήρα αναλύσεις. Το ενδιαφέρον όμως των δομιστικού χαρακτήρα αναλύσεων συναρτάται με τη μεταχείριση που επιφυλάσσουν στο μητρικό θεωρητικό τους παράδειγμα. Όσο δηλαδή καθολικότερες γίνονται, όσο επεκτείνονται σε ζητήματα για τα οποία διαθέτουν μόνο, ή σχεδόν μόνο, εξωτερική παρατήρηση, όσο αρκούνται στην αντικειμενοποίηση έως και έκλειψη του υποκειμένου της ένοπλης πολιτικής βίας κι όσο περιορίζονται στην απόδειξη της ανορθολογικότητας της δράσης του υποκειμένου, τόσο περισσότερο σχηματικές έως και (μεθοδολογικά) δογματικές ερμηνείες προσφέρουν… Στην άλλη όχθη, απαντήσεις δίνουν μέθοδοι ανάλυσης που θέτουν στο κέντρο άλλες το υποκείμενο κι άλλες το πρόσωπο, το οποίο (οι τελευταίες) εξετάζουν ενίοτε ως θεολογίες[20]. Τέλος, δεν λείπουν και οι μέθοδοι που συνδέουν, ή απλά γεφυρώνουν, τις δύο όχθες, προσφέροντας ερμηνευτικά σχήματα που χαρακτηρίζονται από μεθοδολογικό εκλεκτικισμό.
Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπήρξαν καλές γενικές και προπαντός κοινωνικές μεθοδολογίες που εξακολουθούν να διατηρούν εκτός από την αξία και τη χρησιμότητα τους. Ο Μαρξ προσέφερε τη δική του που, σε σχέση με άλλες σημαντικές κοινωνικές μεθόδους, βοήθησε καθοριστικά τους εξεγερμένους κόσμους, για ένα σχεδόν αιώνα, να ερμηνεύουν και να αλλάζουν τα του τόπου τους και του καιρού τους. Η χρησιμότητα της δεν ακυρώθηκε από τα όποια αποτελέσματα και δεν θα ακυρωθεί αν, με τα χρόνια, δεν καλείται να απαντά σε ζητήματα που ποτέ δεν βρέθηκαν μέσα ή κοντά στο εμπειρικό της πεδίο ούτε, σε τελευταία ανάλυση, ιδιαίτερα την απασχόλησαν. Μέχρι σήμερα, αποτελεί κοινό τόπο ότι η κοινωνική θεωρία του Μαρξ και οι κριτικές προς αυτήν, από άλλες κοινωνικές θεωρίες, αποτέλεσαν το υπόβαθρο των πολιτικών θεωριών για την εξέγερση και για τις βίαιες πολιτικές μορφές. Παραμένει συνεπώς κεντρική θεωρητική αναφορά και διατηρεί τον πρώτο λόγο στον ανακαθορισμό της μέσα σε νέα θεωρητικά παραδείγματα.
Εξετάζοντας την ειδική πολιτική θεωρία που χρησιμοποιείται ως ερμηνευτικό πλαίσιο και ως εργαλείο για τη κατανόηση των εσωτερικών συγκρούσεων, των ένοπλων κινημάτων και οργανώσεων, είναι χρήσιμο να γίνει διάκριση μεταξύ πολιτικών-γεωπολιτικών και πολιτικών-κοινωνιολογικών προσεγγίσεων. Οι πρώτες ενδιαφέρονται περισσότερο για τους αντικειμενικούς -ή εξωτερικούς- παράγοντες των συγκρούσεων, αποδίδοντας τες σ’ ένα είδος «υπερκαθοριστικών» παραγόντων της παγκόσμιας πολιτικής σκηνής· οι δεύτερες ενδιαφέρονται και για τους υποκειμενικούς -ή εσωτερικούς- τους παράγοντες, αποδίδοντας τες δηλαδή στα γενικά και ειδικά χαρακτηριστικά ενός τρόπου παραγωγής και των κοινωνικών σχέσεων, μορφών συνείδησης και ιδεολογιών που του αντιστοιχούν. Η πιο πάνω διάκριση είναι βέβαια αυθαίρετη και παραμένει σχετική, καθώς οι δύο αυτοί τρόποι προσέγγισης ορισμένες φορές συναντώνται και άλλοτε αλληλοτέμνονται, στο βαθμό που συχνά δανείζονται έννοιες και μεθόδους από τις ίδιες, φιλοσοφικές, ηθικές ή δικαιακές, θεωρίες. Αντίθετα, τα ερμηνευτικά σχήματα που περιλαμβάνουν στο εσωτερικό τους βρίσκονται συχνά σε ριζική αντιπαράθεση και αλληλοαναίρεση.
Σε ό,τι αφορά το πεδίο των πολιτικών-γεωπολιτικών προσεγγίσεων, ο Jean-Christophe Rutin, στον πολύ καλό πρόλογο του στην πρώτη έκδοση αυτού του βιβλίου, αντιπαρατίθεται κριτικά στο κύριο ερμηνευτικό σχήμα που κυριάρχησε μεταπολεμικά, θεωρώντας το αποτέλεσμα μιας «διανοητικής σύνθλιψης που προκλήθηκε από τον Ψυχρό Πόλεμο». Επιχειρώντας να καταδείξει το ιδεολογικό φορτίο αυτού του ερμηνευτικού σχήματος, γράφει:
Από το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου οι εξεγέρσεις απλώνονται σ’ όλο τον κόσμο… Ποτέ ωστόσο η εξέγερση δεν υπήρξε ένα τόσο λίγο γνωστό φαινόμενο όσο σ’ αυτό το δεύτερο μισό του αιώνα…[21] Τα δόγματα που διακήρυξαν ο Τρούμαν και ο Ζντάνωφ[22] το 1946 χάραξαν το καθολικό πλαίσιο μέσα στο οποίο οι εγχώριοι πρωταγωνιστές έδιναν απλά το τοπικό χρώμα… Η εξέγερση δεν διέθετε συνεπώς ούτε ρίζες ούτε εσωτερική σχέση με τη γη πάνω στην οποία αναπτυσσόταν… Οι πιο ένθερμοι αντιμαρξιστές μαζί με τους πιο επιφανείς φιλοσοβιετικούς αναλυτές έβρισκαν κοινό ενδιαφέρον και συνάμα θεωρούσαν επωφελές για την κάθε πλευρά να ανάγουν κάθε εξέγερση στον πλανητικό ανταγωνισμό των δύο συστημάτων… Να εκφράσουμε ωστόσο τώρα τη λύπη μας σ’ όλους αυτούς που είχαν βολευτεί, όλα τούτα τα χρόνια, μέσα σ’ αυτή τη θεωρητική θέση, η οποία σήμερα με κανέναν τρόπο δεν μπορεί να επανέλθει[23]…
Όμως, σε ανάλογης μορφής (αλλά διαφορετικής πολιτικής προοπτικής) ερμηνεία των τότε συγκρούσεων διολίσθησαν και όσοι περιορίστηκαν στο αναλυτικό σχήμα του «ανταγωνισμού των δυο υπερδυνάμεων»[24] που τότε πρόβαλλε το ΚΚ Κίνας. Έτσι, παρά το γεγονός ότι τις περισσότερες φορές επικέντρωναν το ενδιαφέρον και τους σκοπούς τους στις εσωτερικές συγκρουσιακές καταστάσεις, υπήρξε και από την πλευρά τους υστέρηση στις μεθόδους ανάλυσης και κατανόησης των σύγχρονων (μετά το ’60) εξεγερτικών φαινομένων.
Κοινός παρονομαστής των αναλύσεων που ξεκινούσαν από τη βασική υπόθεση του «ανταγωνισμού και της άμιλλας[25] των δυο συστημάτων», που αποτελούσε την κεντρική θέση των προσκείμενων στο ΚΚΣΕ κομμουνιστικών κομμάτων και κινημάτων αλλά και των αναλύσεων που έπαιρναν ως βασική υπόθεση τον «ανταγωνισμό των δυο υπερδυνάμεων», ήταν η προτεραιότητα που εκχωρούσαν στις θεωρίες των διεθνών σχέσεων -με προεξάρχουσα τη θεωρία του συσχετισμού δυνάμεων- και στις γεωπολιτικές αναλύσεις. Η διαφορά τους -διαφορά πολιτικής προοπτικής- δεν οφειλόταν τόσο στη γενική θεωρητική τους αναφορά, που ήταν άλλωστε κοινή (ο μαρξισμός-λενινισμός), αλλά στις προσδοκίες των κομμάτων, κινημάτων ή οργανώσεων της σοβιετικής επιρροής, για ευνοϊκή αλλαγή του διεθνούς συσχετισμού δυνάμεων που θα τα έφερνε πιο κοντά στην εξουσία χωρίς βίαιη σύγκρουση. Τις προσδοκίες αυτές ενίσχυε ο ραγδαία αυξανόμενος ρόλος της Σοβιετικής Ένωσης στις διεθνείς εξελίξεις μέχρι και τη δεκαετία του 70. Καθώς στη στρατηγική αυτών των κομμάτων ενσωματώνονταν διασυστημικές και διαταξικές αναλύσεις, ήταν φυσικό -ιδιαίτερα στις πιο ήρεμες περιοχές του πλανήτη- τα κόμματα αυτά ν’ απομακρύνονται από τις θεωρίες και εμπειρίες της εξέγερσης και παράλληλα να προχωρούν σε αναθεωρήσεις και προσαρμογές της ίδιας τής γενικής θεωρητικής τους βάσης.
Τα κόμματα, τα κινήματα και οι οργανώσεις που δέχονταν την ιδεολογική επιρροή του ΚΚ Κίνας, χωρίς να εντάσσονται στη μετά το 70 γεωστρατηγική του[26], διατήρησαν έναν, λιγότερο ή περισσότερο, αυθεντικό προβληματισμό για τη θεωρία και την πράξη της εξέγερσης[27]. Σ’ αυτό συνέτεινε και το γεγονός ότι η γεωστρατηγική της Κίνας, είτε πριν είτε μετά το 70, δεν ήταν, ούτε μεσοπρόθεσμα μπορούσε να γίνει, καθοριστική στις διεθνείς εξελίξεις.
Το διεθνές ιδεολογικό και πολιτικό κλίμα της περιόδου του Ψυχρού Πολέμoυ προκαλεί συνεπώς, στις περισσότερες περιπτώσεις, έναν πολιτικό-ιδεολογικό (άρα και θεωρητικό) κομφορμισμό. Σε άλλες περιπτώσεις, αντίθετα, προκαλεί μια νέα, πιο αυθεντική, θεωρητική αναζήτηση, που όμως υφίσταται την επιρροή παγιωμένων ερμηνευτικών σχημάτων, ενώ παράλληλα φέρει το βάρος του διπολισμού. Καθώς ήρθε όμως το ίδιο το τέλος του διπολισμού ν’ αποδείξει ότι αυτός, από το 1960 και μετά, αποτέλεσε περισσότερο μια ιδιαίτερη περίοδο στο σύστημα των διεθνών σχέσεων και λιγότερο μια ιδιαίτερη περίοδο στην εξέλιξη των κοινωνικών, πολιτιστικών, ιδεολογικών και πολιτισμικών εντάσεων, ήρθε και η θεωρητική κρίση που προετοιμάζει τη θεωρητική τομή. Πάνω σ’ αυτό το ζήτημα ο Jean-Christophe Rufin γράφει[28]:
Όχι μόνο το τέλος του Ψυχρού Πολέμου δεν έφερε τη γενική μείωση της έντασης, όπως θα μπορούσαμε να περιμένουμε, εάν αυτός ήταν ο υπαίτιος για όλα, αλλά, αντίθετα, σε λίγα μόλις χρόνια, οι εστίες κρίσης και πόλεμου έχουν θεαματικά πολλαπλασιαστεί… Η σκηνή των παγκόσμιων συγκρούσεων και το ζήτημα των ένοπλων κινημάτων δεν απλοποιήθηκαν. Οι περισσότερες νέες συγκρούσεις, κι ένα μεγάλο μέρος από αυτές της δεκαετίας του ’80 που δεν επιλύθηκαν, προσλαμβάνουν από δω και μπρος μορφές περίεργες, κερματισμένες, φαινομενικά ανορθολογικές… Ορισμένοι θα λυπηθούν. Είμαστε όμως μεταξύ αυτών που θεωρούν ότι μ’ αυτό το κακό συνδέεται ένα καλό: να που επανέρχεται ο καιρός του εξεγερμένου, μ’ όλο του το βάθος, υπεύθυνου για τις πράξεις του κι όχι πια ανάδοχου ιδεών που παράγονται από άλλους και εξάγονται χωρίς προσοχή. Μέσα από την αιώρηση της ενιαίας σκέψης που ζούμε σήμερα, υπάρχει μια δυνατότητα να προετοιμάσουμε το δρόμο -επιτέλους- για μια θεωρητική προσέγγιση των φαινομένων της πολιτικής βίας πολύ πιο γόνιμη και σωστή. Προερχόμενες από διαφορετικές, ιδιαίτερες κοινωνίες, καθορισμένες απ’ την ιστορία τους και την κοινωνιολογία τους, οι συγκρούσεις επηρεάζονται οπωσδήποτε από την παγκόσμια κατάσταση. Αλλά όχι με παθητικό τρόπο: οι πληθυσμοί, οι τοπικές κυβερνήσεις και, πολύ περισσότερο, τα ένοπλα πολιτικά κινήματα είναι αυτοτελείς πρωταγωνιστές και είναι καιρός ν’ αναλυθούν λεπτομερειακά οι ιδιαίτερες στρατηγικές τους και οι λόγοι που εξωθούν μια συγκεκριμένη ομάδα να βγει έξω απ’ το νόμιμο πολιτικό πλαίσιο και να κάνει πράξη τον ένοπλο αγώνα. Ακόμη, ν’ α-νασυσταθούν οι ταυτότητες και οι βιωματικές και διανοητικές διαδρομές των ανθρώπων που οδηγούν αυτά τα εξεγερτικά κινήματα ή τα έχουν εμπνεύσει. Αυτά είναι τα καθήκοντα που πρέπει να πραγματοποιηθούν προτού επιχειρήσουμε να θεμελιώσουμε κάποιες απόψεις, όποιες κι αν είναι αυτές, για τη σημερινή ένοπλη πολιτική βία.
Σ’ ό,τι αφορά και πάλι τις πολιτικές-γεωπολιτικές προσεγγίσεις του ζητήματος των βίαιων εσωτερικών πολιτικών συγκρούσεων, πολλές απ’ αυτές αξιοποιούν, τα τελευταία χρόνια, το πλούσιο και με μεγάλο παρελθόν θεωρητικό έργο για τον πόλεμο. Έτσι διεκδικούν τον κύριο λόγο στη σχετικά νέα επιστημονική περιοχή που ασχολείται με τους εσωτερικούς πόλεμους, η οποία περιλαμβάνει όλες τις συγκρούσεις που φτάνουν στο επίπεδο της πολιτικής βίας, όχι όμως τα φαινόμενα της «καθαρής» και αυτοτελούς κοινωνικής βίας[29]. Τα ζητήματα που προστίθενται στα ερμηνευτικά σχήματα του εσωτερικού πολέμου, πέρα απ’ όσα περιέχονται στις γεωπολιτικές προσεγγίσεις, αφορούν τις μορφές διεξαγωγής και την ηθική δικαίωση των ένοπλων συγκρούσεων. Συμπερασματικά, η επιστημονική περιοχή μελέτης των εσωτερικών πολέμων περιλαμβάνει γεωπολιτική θεωρία, στην οποία έγινε προηγουμένως αναφορά, τεχνολογία, που εξετάζει τη τεχνική των πολεμικών μέσων και συνάμα αποτελεί λόγο επί της τεχνικής, και φιλοσοφία, που θέτει ζητήματα φιλοσοφικού στοχασμού πάνω σε έννοιες (της ηθικής, του δικαίου…) και σε αρχές ή αξίες (όπως το ερώτημα για το αναφαίρετο της ανθρώπινης ζωής που παραπέμπει στο ερώτημα: καθαυτό ύπαρξη ή δίκαιη ύπαρξη;). Έτσι το ζήτημα του πόλεμου γίνεται τελικά θεωρία του δίκαιου πολέμου[30].
Σχετικά με την τεχνολογία του εσωτερικού πολέμου και ειδικότερα την τεχνολογία της πολιτικής βίας, υπάρχουν εξελίξεις, σημειώνονται ήδη και κυρίως προμηνύονται μετεξελίξεις, όμως δεν είναι δυνατό να εξεταστούν σ’ αυτή την Εισαγωγή. Μέσα ψυχολογικού πολέμου, φυσικού και διανοητικού βασανισμού, «διαχείριση» πληθυσμών, όπλα συμβατικά ή όχι, (ως μέσα κυρίως της καθεστωτικής πλευράς) τεχνικές διεξαγωγής συγκρούσεων σε πόλεις, στην ύπαιθρο, σημειολογία της συμβολικής βίας και υλική δύναμη του μηνύματος που εκπέμπει (ως μέσα κυρίως της αντι-καθεστωτικής πλευράς)… κλπ. συναρτώνται άμεσα τόσο με τα επίπεδα της βίας όσο και με την τακτική του εσωτερικού πολέμου-ανταρτοπολέμου ή των εξεγέρσεων. Η τεχνολογία ως μέσο για την επίτευξη συγκεκριμένου στόχου και γενικού σκοπού δεν προσφέρει μόνο τεχνικές λύσεις, αλλά επιφέρει κοινωνικό, πολιτικό και οικονομικό αποτέλεσμα[31]. Όσο μεγαλύτερη είναι η ασυμμετρία μεταξύ αντιπάλων σ’ έναν αντικαθεστωτικό πόλεμο ή όσο μεγαλύτερες είναι οι πολιτισμικές διαφορές σ’ έναν απελευθερωτικό ή εθνοτικό πόλεμο, τόσο υψηλότερο συμβολισμό και κοινωνικό και πολιτικό ενδιαφέρον έχει η τακτική και η τεχνολογία της σύγκρουσης[32].
Τα θεμελιώδη φιλοσοφικά ζητήματα που σχετίζονται με τον πόλεμο επίσης δεν είναι δυνατό να εξεταστούν σ’ αυτή την Εισαγωγή. Αν κάτι πρέπει ωστόσο να προσεχτεί, αυτό είναι η απουσία τους απ’ τον κυρίαρχο πολιτικό λόγο, λόγο αποφαντικό και μονοσήμαντο, λόγο εγγεγραμμένο στις ανάγκες διεξαγωγής του ιδεολογικού και ψυχολογικού πολέμου. Μπορεί, συνεπώς, απ’ τους αρχαίους Έλληνες κλασικούς ώς τον Άγιο Θωμά τον Ακινάτη κι απ’ τους σχολαστικούς και νομομαθείς του 16ου αιώνα ώς τους σύγχρονους θεωρητικούς της Ηθικής και του Δικαίου να τέθηκαν τα προβλήματα της δικαιολόγησης ή αιτιολόγησης του πολέμου[33], των μορφών και επιπέδων βίας, όμως τα ίδια αυτά προβλήματα δεν μεταγλωττίζονται και δεν διερευνώνται στο πεδίο της πολιτικής. Σ’ αυτό το πεδίο οι προσεγγίσεις παραμένουν απλώς αιτιοκρατικές, η διαλεκτική και τα συστημικά χαρακτηριστικά του πολέμου, της γενικής βίας, των ειδικών κατηγοριών και μορφών βίας δεν αναδεικνύονται και οι αντιτιθέμενες πλευρές προσημαίνονται ηθικά και δικαιακά. Όπως υποστηρίζεται, η αλήθεια υπάρχει και είναι, «εν τέλει», μία και καθολική.
Η θεωρία του δίκαιου πολέμου είτε μέσω μιας περισσότερο θεωρητικής-ηθι-κής ερμηνευτικής είτε μέσω μιας περισσότερο ιστορικής-θεσμικής ερμηνευτικής προχώρησε ώς τη διατύπωση αρχών και ερωτημάτων, ανάπτυξη μεθόδων προσέγγισης και αναλυτικών πλαισίων. Γίνεται ωστόσο εύκολα αντιληπτό ότι τόσο οι αρχές που διέπουν τον δίκαιο πόλεμο (δίκαιη αιτία, ανακήρυξη από κατάλληλη αρχή, ύπαρξη ορθής-δίκαιης πρόθεσης, ύπαρξη εύλογης πιθανότητας επιτυχίας και τήρηση αναλογικότητας μέσων-σκοπού) όσο και οι αρχές που διέπουν τη διεξαγωγή του (νομιμοποιητική βάση επιλογής των στόχων και ηθική αποτίμηση της χρησιμοποιούμενης βίας) δεν μπορούν να συγκεκριμενοποιηθούν και να αξιολογηθούν ανεξάρτητα από ιστορικούς-κοινωνικούς προσδιορισμούς[34]. Η δίκαιη αιτία και πρόθεση, η κατάλληλη αρχή, η εύλογη πιθανότητα επιτυχίας κ.τ.π. δεν επιτρέπουν λογική, αντικειμενική κρίση και αντιφάσκουν με την ίδια τη θετικοδικαιακή θέση που, σε αντίθεση με τη φυσικοδικαιακή θέση, θεωρεί τη δικαιοσύνη κριτήριο μόνο των σκοπών και όχι των μέσων. Αυτήν άλλωστε τη θέση αντιπαραθέτει το κράτος στα άτομα που υιοθετούν την πολιτική αντι-βία εναντίον του, όταν αυτά επικαλούνται τη δίκαιη υπόσταση των σκοπών τους για να δικαιώσουν τα βίαια μέσα που χρησιμοποιούν.
Και οι δύο πλευρές του πολέμου δέχονται κατά κανόνα τους ιστορικούς-οικονομικούς-κοινωνικούς παράγοντες ως λιγότερο ή περισσότερο καθοριστικούς. Η καθεστωτική πλευρά εδραιώνει το θετικό-δικαιακό της σύστημα στην καθολική νομιμοποιητική ισχύ του σύγχρονου κράτους. Κατ’ αυτήν, το σύγχρονο κράτος, ως γενική πολιτική μορφή της κοινωνίας των πολιτών, αποτελεί το μοναδικό ιστορικό-κοινωνικό υποκείμενο δικαίου, στο οποίο ο άνθρωπος, σε κάποια στιγμή της ιστορίας του, εκχωρεί το δικαίωμα της τιμωρίας και το αποκλειστικό δικαίωμα άσκησης βίας[35]. Πίσω όμως από αυτή την όψη της πραγματικότητας, που αναδεικνύει τους κοινούς έννομους σκοπούς, υπάρχει η άλλη όψη της πραγματικότητας, που εμφανίζει τον συγκρουσιακό χαρακτήρα του συστήματος παραγωγής, διανομής και κατανάλωσης[36]. Σ’ αυτόν κυρίως αναφέρεται η άλλη πλευρά, η πλευρά της εξέγερσης, επιχειρώ-.τας περισσότερο ίσως κι απ’ τη μεταβολή των οικονομικών-κοινωνικών σχέσεων την αναίρεση των ηθικών και δικαιακών σκοπών του αστικού κράτους. Για την αναίρεση αυτών των σκοπών, για τη θεμελίωση των δικών του ηθικών και δικαιακών σκοπών, το αναδυόμενο, φερόμενο ως επαναστατικό, κοινωνικο-πολιτικό υποκείμενο επικαλείται κυρίως τους νέους ιστορικούς-κοινωνικούς παράγοντες. Είναι αυτονόητο ότι, σε συνθήκες εξέγερσης, το μονοπώλιο της βίας του αστικού κράτους διαθέτει μερική και όχι καθολική νομιμοποίηση. Η ενδεχόμενη επιτυχία της εξέγερσης, όχι μόνο καταργεί το κρατικό μονοπώλιο της βίας, αλλά δημιουργεί μία νέα κατάσταση, μία νέα πολιτική κοινωνία, που αναγνωρίζεται ως νέο δίκαιο. Στις μορφές του λαϊκού δημοκρατικού κράτους, του σοσιαλιστικού κράτους έως και του μη κράτους, αντιστοιχούν οι ηθικοί σκοποί και οι σκοποί του δικαίου -έως και ο απώτερος σκοπός μαρασμού του δικαίου- που προβάλλει το εκάστοτε υποκείμενο της εξέγερσης.
Η παραπάνω πολιτική-γεωπολιτική προσέγγιση επιχειρεί και ώς ένα βαθμό επιτυγχάνει την ερμηνεία της εσωτερικής σύγκρουσης ως προς τη σκοπιμότητά της, ως προς την ηθική και το δικαιακό σύστημα αναφοράς της[37]. Σ’ αυτή την προσέγγιση δεν επαληθεύεται η αναγκαιότητα της συγκεκριμένης σύγκρουσης, καθώς θα μπορούσε να γίνει σε άλλη χρονική στιγμή, σε διαφορετικές συνθήκες, με άλλο τρόπο ή και να μη γίνει. Πολύ περισσότερο, δεν περιέχεται ερμηνεία του βίαιου χαρακτήρα της σύγκρουσης, δεν εξηγείται το γιατί και το πώς συντελείται το πέρασμα από τις μη βίαιες στις βίαιες πολιτικές μορφές, δεν υπάρχουν πρωτογενή αναλυτικά εργαλεία για την κατανόηση των «επιπέδων» της βίας. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν δίνονται απαντήσεις, όμως οι τελευταίες άλλοτε είναι τυπικά λογικές (από τις απλούστερες: εφαρμόζεται μεγαλύτερη βία για να υπερνικήσει την υπάρχουσα βία, έως τις πιο πολύπλοκες: αν δεν συνέβαινε το γεγονός Χ τότε μπορεί να μην συνέβαινε το γεγονός Υ), άλλοτε αποκλειστικά ορθολογικές (το κόστος που προκαλεί η καθεστωτική βία στην αντίπαλη πλευρά είναι μεγαλύτερο από τα οφέλη που αντλεί αυτή η πλευρά από την άσκηση της δικής της αντικαθεστωτικής βίας)[38], άλλοτε επικαλούνται την εξωτερικότητα της βίας (αν δεν υπήρχε ο ξένος παράγοντας -βλ. διπολικό σχήμα-, δεν θα ξέσπαγε εσωτερικός πόλεμος)[39] κ.ο.κ. Κοινός παρονομαστής ή περίπου ταύτιση βίας, δύναμης, ισχύος εξουσίας… Όμως η καθαυτό ερμηνεία της βίας παραπέμπεται σε ξένες ως προς το ερμηνευτικό παράδειγμα θεωρίες τις οποίες αυτό (συνήθως) απλώς τις δανείζεται και τις χρησιμοποιεί: δεν επιδιώκει ή δύσκολα κατορθώνει να τις «εσωτερικεύσει». Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι τα απομακρυσμένα από την κοινωνική θεωρία ερμηνευτικά παραδείγματα επιλέγουν τις πιο παλιές θεωρίες για τη βία, αυτές που τη θεωρούν δεδομένη, έμφυτη, ενστικτώδη, ένα είδος εσωτερικής δύναμης που πρέπει με κάποιο τρόπο να διοχετευτεί και να ικανοποιηθεί. Τελικά, η βίαιη πολιτική σύγκρουση δεν είναι παρά η σύζευξη υπαρκτών αιτιών, σκοπιμοτήτων, ηθικών προσταγμάτων και υπαρκτής -μέσα σε κάθε άνθρωπο- βίας… Στα περισσότερα ερμηνευτικά σχήματα της πολιτικής-γεωπολιτικής προσέγγισης είναι φανερή η απουσία ικανοποιητικής θεωρίας για το κοινωνικό-πολιτικό υποκείμενο της εξέγερσης, ενώ σε μερικά από αυτά διαπιστώνεται η απόλυτη αντικειμενοποίησή του.
Στο πεδίο των πολιτικών-κοινωνιολογικών προσεγγίσεων το υποκείμενο γνωρίζει διαφορετική μεταχείριση και εξετάζεται από ένα ευρύ φάσμα ερμηνευτικών σχημάτων. Η συστηματική κριτική αυτών των σχημάτων απασχολεί, εκτός από τη γενική, και μια θεματικά εξειδικευμένη κοινωνιολογική βιβλιογραφία (Γενική Θεωρία της Βίας, Πόλεμος και Κοινωνία, Μιλιταρισμός, Κρατική Βία, Πολιτισμική Βία, Ρατσιστική Βία – Εθνοκάθαρση – Γενοκτονία, Κοινωνική Ληστεία, Βίαιες Κοινωνικές Ταραχές, Ατομική Πολιτική Βία, Τρομοκρατία, Στάση-Εξέγερση-Επανάσταση κ.ά.). Τα ερμηνευτικά σχήματα (και οι θεωρίες) που εγγράφονται σ’ αυτού του τύπου τις προσεγγίσεις δεν είναι συνήθως αναγώγιμα μεταξύ τους, δεν μπορούν συνεπώς αβασάνιστα να ταξινομηθούν και να κατηγοριοποιηθούν, καθώς προκύπτουν πολύπλοκα ζητήματα επιστημολογικού και μεθοδολογικού χαρακτήρα. Κρίνεται συνεπώς σκόπιμο η παρούσα Εισαγωγή να περιοριστεί σε μια απλή διάταξη και σε μια (εξαιρετικά συνοπτική) κριτική παρουσίαση αυτών των σχημάτων, μόνο ως προς τη θέση και την (αύξουσα) σημασία που αποδίδουν στο υποκείμενο και στα στοιχεία που το συγκροτούν.
Στην αρχή αυτής της διάταξης μπορούν να τοποθετηθούν ορισμένα από τα ερμηνευτικά σχήματα του λεγόμενου δυτικού μαρξισμού που διαφέρουν απ’ τον στείρο αντικειμενισμό και τον ακραίο στρουκτουραλισμό, αλλά κατά προτεραιότητα αντιμάχονται τον ιδεαλιστικό υποκειμενισμό. Σ’ αυτά, το υποκείμενο επανεμφανίζεται και αποκαθίσταται, ταυτόχρονα ως δομή και ατομικότητα, ως αντικειμενικότητα και ως πράξη[40]. Παράλληλα επιχειρείται η ρήξη με τον εξελικτικό υλισμό και με ό,τι αυτός συνεπιφέρει στη μη κατανόηση των συμβολικών συστημάτων, των πολιτισμικών εκφράσεων και, κατά συνέπεια, στην κοινωνιολογική ανάλυση των ιδεολογιών (θρησκειών, εθνικισμών, έως και αυτών που ορίζονται ως σοσιαλιστικές ουτοπίες). Έτσι πραγματοποιείται ο διαχωρισμός της ιδεολογίας από το σώμα της θεωρίας και ο επαναπροσδιορισμός της στο πεδίο της πολιτικής. Αποφασιστική θεωρητική επιρροή πάνω σ’ αυτά τα ερμηνευτικά σχήματα άσκησε το στρουκτουραλιστικό ρεύμα του «αλτουσερισμού»[41], που επικέντρωσε το ενδιαφέρον του στην αθέατη πλευρά της πραγματικότητας, στις αφανείς οικονομικές, κοινωνικές και ψυχολογικές δομές. Δευτερεύουσα επιρροή, έκδηλη ή άδηλη στον πολιτικό λόγο και στην πολιτική πράξη, άσκησε ο φονξιοναλισμός, που επικεντρώθηκε στην ορατή πραγματικότητα επιχειρώντας να διατυπώσει μια γενική θεωρία για τη κοινωνική δράση. Μέσω αυτών των σχημάτων, μπορεί να επιτυγχάνεται μια ορισμένη πολιτική οριοθέτηση έναντι του βολονταρισμού, που, κάποιες πρακτικές του, σε συγκεκριμένες ιστορικές περιόδους, προκάλεσα, σε κοινωνικά και σε απελευθερωτικά κινήματα αδιέξοδα ή ήττες’ συντελείται όμως, μ’ αυτό τον τρόπο, η «σε τελευταία ανάλυση» υπαγωγή των κοινωνικών, πολιτικών και ιδεολογικών μορφών στην οικονομική σφαίρα (ή ορ” γικότητα) και δεν παράγεται αξιόλογη θεωρία για την κοινωνική και πο δράση. Ιδιαίτερα στη μεταπολεμική Ευρώπη, η παραγωγή αντισυστημυαί πολιτικής πρακτικής υπήρξε το πιο αδύνατο σημείο αυτών των ερμηνευτικών σχημάτων, καθώς, ακόμη και όταν επιχειρήθηκε, αιχμαλωτίστηκε από τη λογική της αντικειμενικής δομής που περιέγραφε και αποξενώθηκε από τη λογική της υποκειμενικής πραγματικότητας που παρέγραφε. Οι ρήξεις και: το μες με τις πολιτικές των μεγάλων, ιστορικών κομμάτων της σοσιαλδημοκρατίας, της σοσιαλιστικής ή και κομμουνιστικής αριστεράς, πέρα από προθέσεις, ελάχιστα πραγματοποιήθηκαν και, κάπου, χάθηκαν.
Οι στρουκτουραλιστικής η φονξιοναλιστικής θεωρητικής θεμελίωσης τάσεις της ευρωπαϊκής μαρξιστικής αριστεράς, μπορεί να διαχωρίζονται ριζικά, ως προς τον τρόπο που κατανοούν την υλικότητα της ιδεολογίας (όπως και τη κομματική μορφή, τη δημοκρατική αρχή κ.ά.), από τα ιστορικά κομμουνιστικά κόμματα, ασκούν όμως περίπου ταυτόσημη με αυτά κριτική στην πολιτική αντι-βία. Οι θεωρητικές αυτές τάσεις αντικειμενοποιούν τον καπιταλισμό σε τέτοιο βαθμό που οι καπιταλιστικές αντιθέσεις νοούνται σχεδόν αποκλειστικά ως σχέσεις και τα υποκείμενα νοούνται ως οι πλευρές των αντιθέσεων (ή στοιχεία του συστήματος) που προκύπτουν αέναα από αυτές και υπάρχουν μόνο μέσα από αυτές[42]. Μ’ αυτό τον τρόπο τα υποκείμενα χάνουν την όποια ξεχωριστή, αυτοτελή σημασία τους, μπορούν πάντοτε ν’ αντικατασταθούν, είναι συνεπώς άσκοπο να γίνονται στόχος της πολιτικής αντι-βίας. Μόνο σε εξαιρετικές ιστορικές στιγμές, όταν η συσσώρευση ισχύος από το κοινωνικό-πολιτικό υποκείμενο ρηγματώνει τις δομικές σχέσεις του συστήματος, κι όταν αυτό για να επιβιώσει καταφεύγει στην ύστατη, επιθανάτια καθεστωτική βία, τότε και μόνο τότε, με σκοπό την απόκρουση της, η μαζική πολιτική : τι-βία γίνεται θεμιτή και σκόπιμη[43].
Σύμφωνα μ’ αυτό το εξελικτικό σχήμα ανάπτυξης των «μορφών πάλης»,
ζύμωση, προπαγάνδα, διαδήλωση, απεργία, γενική απεργία αποτελούν κυρίαρχες πρακτικές διακριτών σταδίων διατεταγμένων σε μια σχεδόν γραμμική
ποσοτική-χρονική αλληλουχία που ποιοτικά μετεξελίσσεται και κορυφώνεται
σε ένοπλη προπαγάνδα, ένοπλες διαδηλώσεις και σε ένοπλη εξέγερση ή επανάσταση τη στιγμή της καταληκτικής σύγκρουσης με το καθεστώς. Όχι μόνο η στρατηγική και η τακτική οφείλουν να υπακούουν σ’ αυτό το σχήμα, άλλα και η ηθική των μέσων πολιτικής πάλης σχετικοποιείται καθώς η βία από εγκληματική γίνεται ξαφνικά δίκαιη στο τελευταίο στάδιο της εξεγερτικής για ορισμένους) ή της επαναστατικής (για ορισμένους άλλους) διαδικασίας.
Η κατάταξη της στρουκτουραλιστικής η φονξιοναλιστικής θεωρητικής θεμελίωσης σ’ ένα γενικό πλαίσιο περιοδολόγησης των μορφών και μέσων πάλης δεν είναι ούτε εύκολη ούτε έχει ιδιαίτερη χρησιμότητα. Κι αυτό, αφενός γιατί ένα τέτοιο πλαίσιο, θεωρητικά αξιόπιστο και ολοκληρωμένο -ως προς τα κοινωνιολογικά, πολιτικά, ιστορικά στοιχεία και μεθόδους που το συνιστούν- δεν υπάρχει και, αφετέρου, γιατί οι δυο αυτοί τρόποι θεωρητικής θεμελίωσης 5εν έδωσαν στο συγκεκριμένο ζήτημα κάποιες πρωτότυπες και σημαντικές αναλύσεις. Αν μνημονεύονται ιδιαίτερα, αυτό δεν οφείλεται στο γεγονός ότι υπάρχουν αλλά στο ότι ενυπάρχουν, μαζί με διάφορες εκδοχές της λεγόμενης θεωρίας των παραγωγικών δυνάμεων, στις στρατηγικές και τακτικές, στην κριτική και πολεμική των θεσμικών κομμουνιστικών κομμάτων[44].
Στην αντίπερα όχθη, και σε αντιπαλότητα με τα τότε μεγάλα θεσμικά κομμουνιστικά κόμματα (που πρακτικά-πολιτικά ενσωμάτωναν τις πιο πάνω αντιλήψεις), εμφανίστηκε τη δεκαετία του ’60 ένα ισχυρό (αν και μειοψηφικό) ρεύμα. Το ρεύμα αυτό δημιουργήθηκε από τάσεις που αποσχίσθηκαν από αυτά τα κόμματα ακολουθώντας κυρίως τις θεωρητικές προτάσεις-ιδέες του Μάο τσε Τουνγκ για τον παρατεταμένο επαναστατικό πόλεμο και του Τσε Γκεβάρα για τις εστίες του ανταρτοπόλεμου (φοκισμός). Αυτό το ρεύμα παράλληλα επιδόθηκε σε μια επανανάγνωση της μέχρι το 1920 πολιτικής (κυρίως της λενινιστικής) παράδοσης, συγχωνεύτηκε με άλλα ριζοσπαστικά θεωρητικά ρεύματα και πολιτικές πρακτικές, επεξεργάστηκε (άλλοτε επιφανειακά και άλλοτε σε βάθος) νέα θεωρητικά και πρακτικά πρότυπα και επηρέασε αποφασιστικά τα συγκρουσιακά ή ένοπλα κινήματα της εποχής του. Η πολιτική θεωρία και πρακτική αυτού του ρεύματος αποτέλεσε ρήξη σε πολλά επίπεδα με κυρίαρχες αντιλήψεις της τριτοδιεθνικής περιόδου και καθολική ρήξη με τις αντιλήψεις[45]του αναδυόμενου μεταπολεμικά θεσμικού κομμουνιστικού κινήματος. Ειδικότερα, στο εξελικτικό σχήμα ανάπτυξης των «μορφών πάλης» αντιπαρέθεσε ένα πλήθος σχεδίων που προσπαθούσαν να συνθέσουν μαζικές με παραδειγματικές, νόμιμες με μη νόμιμες, μεταρρυθμιστικού με αποσταθεροποιητικού χαρακτήρα, μη βίαιες με βίαιες πολιτικές μορφές. Σ’ αυτές τις μορφές, άλλοτε περιστασιακά και ευέλικτα, άλλοτε δομικά και σταθερά, συμπύκνωναν τη πολυπλοκότητα των ρήξεων σε αντιστοιχία με την πολυπλοκότητα των αντιθέσεων. Για τις θεωρίες και πρακτικές αυτού του ρεύματος υπάρχουν συγκεκριμένες αναλύσεις και κρίσεις σε πολλά από τα κείμενα που ακολουθούν.
Στη συνέχεια αυτής της διάταξης -και σε σχετική αντίθεση με τα προηγούμενα στρουκτουραλιστικού ή φονξιοναλιστικού τύπου ερμηνευτικά σχήματα-μπορούν να τοποθετηθούν δύο τουλάχιστον κατηγορίες ερμηνευτικών σχημάτων. Στην πρώτη θα περιληφθούν όσα σχετίζονται περισσότερο με τη νεότερη ευρωπαϊκή πολιτική σκέψη και εμπειρία και στη δεύτερη όσα σχετίζονται με αντίστοιχες εμπειρίες σε άλλες (κοινωνικά, οικονομικά, πολιτισμικά διαφορετικές) περιοχές του πλανήτη. Στα ερμηνευτικά σχήματα της πρώτης κατηγορίας ιδιαίτερη θέση κατέχουν πολλά από τα κύρια ρεύματα του δυτικού μαρξισμού[46] που προοδευτικά απομακρύνουν το κέντρο της θεωρητικής τους ενασχόλησης απ’ τις οικονομικές και πολιτικές δομές, στρέφονται -ή επιστρέφουν[47]– στη φιλοσοφία και επικεντρώνουν τις αναλύσεις τους είτε στο υποκείμενο, είτε στο ιστορικό υποκείμενο, που ώς και τη δεκαετία του ’60 είναι κατά γενική αποδοχή η εργατική τάξη, είτε στον υποκειμενικό παράγοντα, που επιχειρείται να επαναπροσδιοριστεί σε σχέση με την εργατική τάξη, είτε στο νέο υποκείμενο, που συμπίπτει με τις πρώτες αναλύσεις που «αποχαιρετούν» το προλεταριάτο. Η αναζήτηση του υποκειμένου επικαιροποιείται συνεχώς, μέχρι τη γνωστή πρόσφατη κατηγοριοποίηση -μέσω άλλων διαδρομών-του πλήθους[48] ή τις αναλύσεις της μετανεωτερικότητας.
Ο υποκειμενικός παράγοντας δεν είναι ωστόσο το μόνο στοιχείο που παραλλάσσει αυτά τα ερμηνευτικά σχήματα από τα αντίστοιχα που επικαλούνται τον υλιστικό (ή καλύτερα αντι-ιδεαλιστικό) αντικειμενισμό ή από όσα εγγράφονται στο ρεύμα του «αλτουσερισμού»: είναι ακόμη η πολιτισμική κριτική της αστικής κοινωνίας και πολιτικής, η οποία «εξ ορισμού πρέπει να είναι υποκειμενική και ιδεολογική»[49]. Τα ερμηνευτικά σχήματα αυτής της κατηγορίας -αν και παρουσιάζουν μεταξύ τους βαθιές διαφορές- διακατέχονται από την ίδια αγωνία: να κατανοήσουν τις νεότερες κοινωνίες, αυτές που προαναγγέλλονται στο μεσοπόλεμο και μορφολογικά καταλήγουν στον μεταπόλεμο, ιδιαίτερα δε αυτές που εμφανίζονται με ριζικά νέα χαρακτηριστικά στο ύστερο στάδιο του καπιταλισμού, στο στάδιο της τελευταίας (δεκαετία του 70 και μετά) καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης. Σε ό,τι αφορά το υποκείμενο ως ατομικότητα, από τους κύριους εκπροσώπους αυτών των ρευμάτων του δυτικού μαρξισμού, περισσότερο ενδιαφέρθηκαν ο Χ. Μαρκούζε και ο Ζ.Π. Σαρτρ.
Ο τελευταίος, από πολύ νωρίς (1946), προσπάθησε να απαντήσει σε ερωτήματα σχετικά με τις διεργασίες ενδογενοποίησης των κοινωνικών σχέσεων και καταστάσεων στο άτομο που εξεγείρεται και στο άτομο που επαναστατεί[50]. Ξεκινώντας από μια περιγραφή των παραγωγικών σχέσεων και του ζητήματος της εργασίας που προσιδιάζει στην ανάλυση του Μαρξ, διακρίνει στο άτομο έναν εργαζόμενο κι έναν καταπιεζόμενο, ανάγει τον «δεύτερο» στον «πρώτο», αλλά ενδιαφέρεται περισσότερο για τον δεύτερο, τον καταπιεζόμενο, αυτόν που σε ορισμένα επίπεδα συνείδησης εξεγείρεται και σε άλλα, ανώτερα επίπεδα, κοινωνικής συνείδησης επαναστατεί. Στο σημείο αυτό το σημαντικό στοιχείο είναι η ανάδειξη του καταπιεσμένου, αυτού που «αποκτώντας συνείδηση της κοινωνικής δομής από την οποία εξαρτάται απαιτεί μια φιλοσοφία που να σκέφτεται την κατάσταση του […] μια φιλοσοφία που πρέπει να είναι καθολική, να προσφέρει δηλαδή μια καθολική γνώση της ανθρώπινης κατάστασης»[51], η ανάδειξη αυτού για τον οποίο η δράση, όπως υποστηρίζει, δεν έχει νόημα παρά μόνο όταν αφορά την ίδια την ανθρώπινη κατάσταση. Το λιγότερο σημαντικό στοιχείο είναι η ριζική διάκριση του εξεγερμένου απ’ τον επαναστατημένο άνθρωπο, που παραπέμπει σε παλιές κριτικές στο «αυθόρμητο» και στον «οικονομισμό»: σε κριτικές, παρά ταύτα, που ήταν σωστές μόνο όταν συνδέονταν με συγκεκριμένα ιστορικά δεδομένα και σχετικούς με αυτά κοινωνικό-πολιτικούς προσδιορισμούς· και κριτικές εύλογες σε ιστορικές φάσεις επέκτασης, κοινωνικής οργάνωσης και πολιτικής προγραμματικής έκφρασης του βιομηχανικού προλεταριάτου, όταν ακόμη ορθόδοξες και ετερόδοξες ερμηνείες του μαρξισμού συνέκλιναν στον ορισμό της εργατικής τάξης ως του ιστορικού υποκειμένου.
Όμως, στον ανεπτυγμένο κόσμο, το κοινωνικό, πολιτικό, πολιτισμικό τοπίο άλλαζε[52]…
Με την ανάδυση, στα μέσα της δεκαετίας του 70, μιας νέας ιστορικής συγκυρίας που χαρακτηρίζεται από την επικράτηση ενός νέου παραγωγικού-τεχνολογικού παραδείγματος, οι μεγάλες βιομηχανικές μονάδες κομματιάζονται και οργανώνονται σε επιχειρησιακά δίκτυα, ο παραγωγικός ιστός αναδιατάσσεται γεωγραφικά (αποβιομηχάνιση στον «Βορρά», εκβιομηχάνιση στον ασιατικό, κυρίως, Νότο), οι νόρμες παραγωγής και κατανάλωσης αλλάζουν ριζικά. Με την επικράτηση του νεοφιλελεύθερου μοντέλου το χρηματιστήριο και οι χρηματαγορές κυριαρχούν, το προνοιακό ή κράτος πρόνοιας συρρικνώνεται, τα δημόσια αγαθά ιδιωτικοποιούνται, το ίδιο και τα εκπαιδευτικά συστήματα (που, ενώ επεκτείνονται, αλλάζουν ριζικά σε μορφή και ουσία), οι εργασιακές σχέσεις μετασχηματίζονται σε μικροκλίμακα και μακροκλίμακα, η φυσιογνωμία και η τοπολογία των συνδικάτων αλλάζει, οι πόλεις και η ύπαιθρος μεταμορφώνονται[53], οι κοινωνικές και οι ανθρώπινες σχέσεις αλλάζουν… ατομικισμός, ανασφάλεια, φόβος, απομόνωση, διάψευση, περιθώριο… Σ’ αυτή την οπωσδήποτε ελλιπή εικόνα αντιπαραβάλλεται μία άλλη, ίσως το ίδιο ελλιπής: νέες πολιτισμικές στάσεις και συμπεριφορές, αμφισβήτηση, εξεγέρσεις των μαύρων και αντιπολεμικό κίνημα στις ΗΠΑ, Μάης του ’68, εξάπλωση της αμφισβήτησης, αντιπολεμικό-αντιιμπεριαλιστικό κίνημα (πόλεμος Βιετνάμ), κίνημα ενάντια στα πυρηνικά, «άγριες» απεργίες (Γερμανία 70-74), κινήματα και οργανώσεις ένοπλης πολιτικής βίας (Ιρλανδία, Ισπανία και Γερμανία, Ιταλία, Γαλλία, Βέλγιο, Ελλάδα), πολύμορφα κινήματα μη ένοπλης κοινωνικής βίας (Γερμανία στις δεκαετίες 70, ’80, Ιταλία τη δεκαετία του 70), ύφεση (’85-’95), ανάκαμψη και δημιουργία ενός σημαντικού κινήματος ενάντια στη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση (Σιάτλ, Γένοβα, Φλωρεντία, αντιπολεμικές κινητοποιήσεις…).
Η αναλυτική εμπειρική παράσταση, ύστερα από διαδοχικές αναγνώσεις (περίπου ανά δεκαετία, αρχίζοντας από τα τέλη του ’60) της νεότερης οικονομικής, κοινωνικής, πολιτικής, πολιτισμικής πραγματικότητας του οικονομικά αναπτυγμένου κόσμου, πολύ δε περισσότερο του οικονομικά αναπτυσσομένου και μη αναπτυσσομένου κόσμου, παρουσιάζει τις ίδιες δυσκολίες με την αναλυτική θεωρητική αναπαράσταση της. Ειδικότερα σε ό,τι αφορά τις νέες υποκειμενικότητες, η κατανόηση τους προϋποθέτει τρία επίπεδα γνώσης: το πρώτο περιέχει τις εικόνες που σχηματίζουν για τον εαυτό τους, τις ακροϊδεολογίες τους, τη γενική ιδέα και στάση τους απέναντι στην πολιτική̇̇το δεύτερο τις κοινωνικοπολιτικές τους συμπεριφορές̇και το τρίτο τα νοήματα, τους τρόπους και μορφές της πολιτικής και αντι-πολιτικής τους δράσης. Στα τρία αυτά επίπεδα η προσπάθεια που καταβλήθηκε και η γνώση που αποκτήθηκε είναι εξαιρετικά άνισες. Η συμβολή των κύριων ερμηνευτικών σχημάτων του «δυτικού μαρξισμού» υπήρξε αντίστοιχα άνιση, καθώς αυτά είχαν ν’ αντιμετωπίσουν τα μεγάλα θέματα που άνοιξαν ο 19ος και οι πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα. Αυτός ήταν και ο βασικός λόγος που αναπτύχθηκαν περισσότερο στο πρώτο και ώς ένα βαθμό στο δεύτερο επίπεδο της πιο πάνω διάταξης.
Στα τέλη του 19ου αιώνα ο Μ. Βέμπερ δημιουργεί το δικό του θεωρητικό παράδειγμα, στο οποίο περιλαμβάνει και το πρόβλημα της δράσης. Γι’ αυτόν η έννοια κοινωνία είναι αξεχώριστη από την ιδέα της κοινωνικής δράσης, η κατανόηση μιας κοινωνίας προϋποθέτει σύλληψη της μέσω των δράσεων και αντιδράσεων που τη συνιστούν, των τρόπων εκδήλωσης τους και των επιδιωκόμενων σκοπών. Η κατηγοριοποίηση που προτείνει, σε ορθολογική δράση, σε συμπεριφορά και σε μη ορθολογική δράση, η διάκριση που εφαρμόζει μεταξύ κοινωνιολογικής και ψυχολογικής προσέγγισης και η συνάρτηση της ορθολογικής δράσης με το νόημα αποτελούν μια νέα και ενδιαφέρουσα μεθοδολογική αφετηρία. Η μέθοδος του χρησιμοποιεί αλλά και υπερβαίνει την αιτιακή προσέγγιση, συνδυάζει τις τεχνικές της εμπειρικής περιγραφής και την τέχνη της κατανόησης.
Νεότερα ωστόσο ερμηνευτικά σχήματα, που να άντλησαν από την επαναστατική θεωρία και εμπειρία της περιόδου 1870-1920 (όπου τελικά επικρατεί η λενινιστική αντίληψη), από το ρεύμα του δυτικού μαρξισμού, από τις θεωρίες των Μ. Βέμπερ, Α. Σουτζ κ.ά., και που στη συνέχεια να εμβάθυναν σε θέματα του δεύτερου (κοινωνικοπολιτικές συμπεριφορές) και τρίτου επιπέδου (νοήματα, τρόποι και μορφές πολιτικής και αντί-πολιτικής δράσης) δεν υπήρξαν πολλά. Όσα πάλι δημιουργήθηκαν παρέμειναν διάσπαρτα και δεν ολοκληρώθηκαν (τουλάχιστον ακόμη) σ’ ένα κάποιο κοινωνικό-πολιτικό πεδίο εφαρμογής.
Η γνωριμία σήμερα μ’ αυτά τα σχήματα παραπέμπει υποχρεωτικά στη διεθνή βιβλιογραφία-αρθρογραφία και σε μια πολύ περιορισμένη και ασυνεχή ελληνική. Αυτές περιλαμβάνουν κείμενα που είναι άλλοτε γενικά και θεωρητικά, άλλοτε ειδικά και εμπειρικά. Στην ελληνική θεωρητική βιβλιογραφία ξεχώρισε η εισαγωγική -και όχι μόνο- ανάλυση του Β. Καραποστόλη που επιχείρησε μέσω της κριτικής του στρουκτουραλισμού να αναδείξει τις θεωρητικές πτυχές του ζητήματος της κοινωνικής δράσης[54]. Σε μια περίοδο που στην Ελλάδα οι μόνες αξιόλογες προσπάθειες σε ζητήματα πολιτικής θεωρίας εγγράφονταν στο ρεύμα του στρουκτουραλισμού και οι μόνες πολιτικές πρακτικές που επιχειρούσαν αντισυστημικές ρήξεις ήταν εμπειρικές-ακτιβιστικές, το βιβλίο αυτό θα μπορούσε ν’ αποδειχτεί χρήσιμο[55]. Κάτι τέτοιο όμως (για λόγους που εδώ δεν υπάρχει δυνατότητα να εκτεθούν) δεν έγινε.
Στις προηγούμενες ενότητες επιχειρήθηκε η ανάδειξη του υποκειμένου ως σχετικά αυτόνομου και αυτοκαθοριζόμενου στοιχείου μέσα στο κοινωνικό-οικονομικό γίγνεσθαι, και ασκήθηκε κριτική στη θεώρηση του ως στοιχείου που πραγματοποιεί σχέσεις και υποδύεται ρόλους μέσα σε μια προκαθορισμένη δομή. Υποστηρίχθηκε ότι η προτεραιότητα των κοινωνικών σχέσεων ή των ταξικών σχέσεων (όπου οι κοινωνικοί σχηματισμοί διαχωρίστηκαν και ορίστηκαν σε τάξεις), ως υλικών καταστάσεων και ως ιδεολογικών, φαντασιακών, συμβολικών αναπαραστάσεων, έναντι των ατομικών σχέσεων, δεν αναιρεί την ιδιαιτερότητα ή μοναδικότητα των πολιτικών συμπεριφορών και δράσεων. Καμία ταξινομική/ερμηνευτική αναγκαιότητα δεν καθιστά έγκυρη την τελική αναγωγή των μερικών ή ατομικών δράσεων, που συνδιαμορφώνονται εντός τού οιουδήποτε κοινωνικού η πολιτικού όλου, σε μια ολική δράση. Οι κοινωνικές και πολιτικές δράσεις δεν μπορούν συνεπώς να κατανοηθούν ως αντικειμενικές και μόνο υλικότητες ή συμβολισμοί, πολύ δε περισσότερο δεν μπορεί η ερμηνεία τους να προκύπτει μέσα από αξιολογικές ωφελιμιστικές, ηθικές ή δικαιακές κρίσεις. Και τούτο διότι κοινωνικές ή πολιτικές δράσεις δεν μπορούν να υπάρξουν μέσα από σχέσεις (ή σχήματα) αιτιότητας, ούτε μπορούν να καθοδηγηθούν (παρά, ίσως, μόνο στιγμιαία ή περιστασιακά) από (ανορθολογικά) ένστικτα (αβέβαιης ορθολογικότητας), κίνητρα ή (ορθολογικούς) σκοπούς. Για να υπάρξουν αυτές οι δράσεις, και πολύ περισσότερο για να προσλάβουν βίαιες μορφές, προϋποτίθενται βιώματα και υποκειμενικά κοινωνικά νοήματα που παράγει η ιδιότυπη και μοναδική σε κάθε άνθρωπο ενοποίηση του υποκειμενικού και αντικειμενικού κόσμου. Μια τέτοιου τύπου προσέγγιση δεν προσιδιάζει συνεπώς στη σύλληψη «εκ των ένδον» της υποκειμενικής ψυχολογίας και δεν εξοστρακίζει την αντικειμενικότητα από τα κοινωνιολογικά ερμηνευτικά σχήματα. Ούτε, τέλος, ανάγει τις κοινωνικές και πολιτικές δράσεις σε πολιτισμικού χαρακτήρα πράξεις, όπως θα επιχειρούσε μια πρωτόλεια βεμπεριανή προσέγγιση- αντίθετα, επιχειρεί να τις καταλάβει ως κοινωνικο-ιστορικές πράξεις.
Ώς εδώ, παρουσιάστηκαν ερμηνευτικά σχήματα και θεωρίες που εξετάζουν το πρόβλημα της κοινωνικής και της πολιτικής δράσης στη γενική του μορφή και όχι στις ειδικές μορφές της βίαιης-ένοπλης πολιτικής δράσης. Έτσι, το πρόβλημα της ταυτόχρονης ανάπτυξης βίαιης και μη-βίαιης δράσης από διαφορετικά πολιτικά υποκείμενα για την πραγμάτωση του ίδιου πολιτικού σκοπού δεν εξετάστηκε. Βέβαιο είναι ωστόσο ότι η απάντηση δεν μπορεί να περιοριστεί στην ανακάλυψη δύο έλλογων, πλην ριζικά αντίθετων, προσεγγίσεων οι οποίες συνδέονται με δύο ριζικά διαφορετικές κατηγορίες πολιτικής αντίληψης και γνώσης. Τέτοιοι λόγοι οπωσδήποτε υπάρχουν και, σε ό,τι αφορά την πλευρά που υιοθετεί και κάνει πράξη την πολύ υψηλού υποκειμενικού, υλικού και ψυχολογικού «κόστους»[56] βίαιη-συγκρουσιακή πολιτική επιλογή, δημιουργούν την αναγκαία συνθήκη. Δεν αποτελούν όμως και την ικανή, αυτήν που αν υπήρχε θα επέτρεπε την εξαντικειμένιση και επιστημονική θεμελίωση των αναλυτικά-μεθοδολογικά άρτιων σχεδίων βίαιης πολιτικής δράσης.
Συμπερασματικά, προκύπτει ότι η κοινωνικο-οικονομική πραγματικότητα δεν συντελεί μόνη -ή τόσο[57] όσο της αποδίδεται- στην επιλογή ενός σχεδίου πολιτικής βίας. Στη λήψη της μεγάλης αυτής και με υψηλό κοινωνικό, συλλογικό και προσωπικό κόστος απόφασης, είναι καταλυτική η επιρροή των πολιτικών, θεωρητικών και εμπειρικών παραγόντων που αντιλαμβάνεται, αναλύει και συγχρόνως βιώνει το υποκείμενο. Σ’ αυτούς τους παράγοντες κεντρικό στοιχείο αποτελεί η διάψευση[58] των μη βίαιων πολιτικών σχεδίων. Πράγματι, σε περιόδους αποτυχίας ή ήττας των μεγάλων σχεδίων -εθνικοαπελευθερωτικών, λαϊκοδημοκρατικών ή σοσιαλιστικών- κοινωνικής και πολιτικής αλλαγής η πολιτική πράξη προσανατολίζεται σε ριζοσπαστικές, βίαιες πολιτικές μορφές[59].
Στο ζήτημα αυτό, όπως ήδη αναφέρθηκε, υποδειγματική είναι η μελέτη του Βιερβορκά[60] Κοινωνίες και τρομοκρατία, όπου συνδυάζει την εξωτερική, αντικειμενική με την εσωτερική, υποκειμενική θεώρηση των βίαιων πολιτικών σχεδίων. Μελέτη θεωρητική, καθώς δεν περιορίζεται στη κριτική παράθεση θεωρητικών προτάσεων αλλά «κάνει» θεωρία, μελέτη εμπειρική, επειδή δεν αρκείται στη ποσοτική ανάλυση βίαιων πολιτικών γεγονότων αλλά δημιουργεί εμπειρικό πεδίο από δρώντα υποκείμενα τέτοιων γεγονότων, μελέτη που υπερβαίνει και το κλασικό δίλημμα: μαζική επαναστατική βία ή ατομική αντεπαναστατική βία, καθώς δεν είναι αξιολογική και δεν αναζητά μόνο ή κυρίως την αντικειμενικά-εξωτερικά οριζόμενη πολιτική ορθολογικότητα. Θεμελιώνοντας ο συγγραφέας την ανάλυση του στην έννοια του νοήματος, γράφει:
Ηθικού χαρακτήρα κρίσεις συνοδεύουν την απόρριψη της βίας στο χώρο τού ακατανόητου και της τρέλας. Το ακατανόητο και η τρέλα γίνονται οι κύριες κατηγορίες μιας περιγραφής που αντικαθιστούν την ερμηνεία. [Όμως] κατηγορίες όπως καθαρή τρέλα, απόλυτη έλλειψη νοήματος, βαρβαρότητα δεν είναι κοινωνιολογικές. [Οι κατηγορίες της απόλυτης έλλειψης νοήματος, της βαρβαρότητας] απευθύνονται στον κοινό νου. Επιρρωμένες από μια επικοινωνιακή σκηνοθεσία, δείχνοντας παράλληλα την άρνηση και την ανικανότητα του [του κοινού νου] να κατανοήσει τον λόγο και τις πράξεις που θίγουν μια συλλογικότητα. Το πρόβλημα [όμως] δεν είναι εδώ να κρίνουμε αλλά να αποκαλύψουμε τη φύση των συμπεριφορών έτσι όπως αυτές εκδηλώνονται.
Και κάνοντας το επόμενο βήμα προς την αποκάλυψη του νοήματος αποφαίνεται:
Η τρομοκρατία φέρει το βάρος μιας ρήξης που απαγορεύει κάθε επικοινωνία ανάμεσα στο νόημα που η ίδια αποδίδει στον εαυτό της και στο μη νόημα που της αποδίδεται […]. Ορίζει με πολύ υποκειμενικό τρόπο την ταυτότητα του πρωταγωνιστή και με πολύ αντικειμενικό αυτήν του αντιπάλου […]. Βέβαια αυτή η ρήξη όταν είναι ολοκληρωτική καθιστά δύσκολη μια κατεξοχήν κοινωνιολογική ανάλυση. Δεν φαίνεται να υπάρχει πια κοινωνική σχέση αλλά πόλεμος, δεν φαίνεται να υπάρχουν πια πρωταγωνιστές στην κοινωνική και πολιτική σκηνή αλλά δυνάμεις του σκότους. [Για τον πρωταγωνιστή] το νόημα ολόκληρο έχει γείρει προς τη μία μόνο πλευρά, τη δική του, [για τους άλλους] το νόημα είναι ολότελα ξένο ως προς τη δράση του. [Η] υπερσυγκέντρωση του νοήματος από την πλευρά του πρωταγωνιστή αποτελεί προϊόν μιας διαδικασίας στη διάρκεια της οποίας αυτός ακολούθησε την ανιούσα σπείρα της βίας και δείχνει ότι αυτός δεν απαλλάχθηκε, απλά και απόλυτα, από τις αρχικές και ενδιάμεσες σημασίες και νοήματα που εμψύχωναν τη δράση του. Αντίθετα, διατήρησε κατά το μάλλον αυτές τις σημασίες και τα νοήματα με έναν τρόπο όλο και περισσότερο ιδεολογικό […] δίνοντας τους συνεκτικότητα και λογική συνοχή οι οποίες εκφράζονται με τα όπλα και παράλληλα με, συχνά εκτεταμένη, παραγωγή (πολιτικού) λόγου. Εξασφαλίζει έτσι για τον εαυτό του έναν τρόπο λειτουργίας (και διαχείρισης των καταστάσεων) που του αντιστοιχεί, ακατανόητον όταν βλέπεται από έξω, πολύ πιο ορθολογικόν και λογικό όταν βλέπεται από μέσα[61].
Μ’ αυτές τις σκέψεις ο συγγραφέας τοποθετεί το ζήτημα των πρωταγωνιστών της πολιτικής βίας σε σωστές βάσεις και παράλληλα αναδεικνύει ένα άλλο σημαντικό ζήτημα, αυτό του πολιτικού λόγου ως συστατικού στοιχείου του νοήματος των βίαιων πολιτικών μορφών. Η απάντηση στο ζήτημα αυτό, σε καιρούς δύσκολους σαν τους σημερινούς, με τον ιδεολογικό πόλεμο και πάλι σε έξαρση, με τη χωρίς προηγούμενο δύναμη των μμε προσανατολισμένη στη διαμόρφωση αντιλήψεων και ιδεοτύπων, επιτρέπει ή αποτρέπει την αναγόρευση όρων όπως τρομοκρατία ή ληστοκρατία σε βασικές ερμηνευτικές κατηγορίες. Η σύνδεση της ένοπλης πολιτικής πάλης με τον «τρόμο», επειδή ενίοτε προκαλεί τρόμο, ή με το κοινό-ποινικό έγκλημα, επειδή ενίοτε καταφεύγει σε αυτό, αποτελεί «ρητορική» που εγγράφεται στη λογική του ψυχολογικού και ιδεολογικού πολέμου και δεν ενδιαφέρεται για την ερμηνεία αλλά μόνο για την απαξίωση της αντίπαλης πλευράς[62]. Ο ιδεολογικός αυτός πόλεμος έχει αποφέρει αποτελέσματα επηρεάζοντας πολλούς αναλυτές. Ο Μ. Βιερβορκά, αν και όπως φάνηκε γνωρίζει το δρόμο, δεν τον ακολουθεί πάντα… Έτσι, χρησιμοποιεί, και προϊόντος του χρόνου νομιμοποιεί, τον εξαιρετικά περιορισμένο (και σημειολογικά «φορτισμένο») όρο τρομοκρατία ως γενική ποντική κατηγορία περιγραφής και ανάλυσης φαινομένων πολιτικής αντι-βίας[63].
Σχετικά με τη γέννηση και εξέλιξη της έννοιας τρομοκρατία τον τελευταίο καιρό γράφονται πολλά, ορισμένα κείμενα όμως έχουν ξεχωριστό ενδιαφέρον. Οι Καπιτάν και Σούλτε[64] αναλύουν την ένοπλη πολιτική αντι-βία ως δράση του κοινωνικού υποκειμένου δι’ εαυτό και ως δράση εξαντικειμενισμένη που λειτουργεί, μέσω και της ρητορικής, ανεξάρτητα από αυτό: Αφού θέσουν το ερώτημα: «Τι ακριβώς είναι τρομοκρατία; Ποιος την ασκεί και για ποιο λόγο; Ποιες είναι οι κατάλληλες απαντήσεις σ’ αυτή τη μορφή βίας;», απαντούν:
Υπάρχει πολύ μικρή συμφωνία ως προς το νόημα του όρου τρομοκρατία […]. Η επιλεκτική χρησιμοποίηση από την κυβέρνηση των ΗΠΑ, άλλες κυβερνήσεις και ΜΜΕ των όρων «τρομοκρατία» και «τρομοκράτης» […] γίνεται για να περιγράψει αυτούς που καταφεύγουν στη βία αντιτιθέμενοι σε κυβερνητικές πολιτικές […]. Υπάρχει ένας καθορισμένος σκοπός για να γίνεται αυτό. Λόγω της αρνητικής σημειολογίας, η ετικέτα «τρομοκράτης» απαξιώνει αυτόματα τα άτομα ή τις ομάδες στις οποίες απευθύνεται […] τους απανθρωποιεί, τους βγάζει έξω από τις νόρμες της αποδεκτής κοινωνικής και πολιτικής συμπεριφοράς, τους περιγράφει ως μη ορθολογικά και με ροπή στην αχαλίνωτη βία όντα […] εξαλείφοντας έτσι κάθε διάθεση που θα μπορούσε να έχει ένα κοινό για να κατανοήσει την άποψη αυτών των ατόμων η ομάδων […] και ιδιαίτερα δίνει στις κυβερνήσεις, που εκμεταλλεύονται τους φόβους των πολιτών, «ελευθερία δράσης» […]. Η περί την «τρομοκρατία» ρητορική στην πράξη εξοστρακίζει κάθε αντιπαράθεση με νόημα σε θέματα πολιτικής η τακτικής…
Σε ό,τι αφορά το γιατί άτομα ή ομάδες καταφεύγουν σ’ αυτή τη δράση, την απάντηση δίνει η ύπαρξη «ριζικών αιτίων για τη συμπεριφορά τους, πίστης στη νομιμότητα της υπόθεσης τους […], στρατηγικού νοήματος στην πράξη τους…» Το ξεχωριστό ενδιαφέρον της ανάλυσης τους βρίσκεται στην κατανόηση της ενότητας των «δύο» αυτών αντιφατικών στιγμών με αποτέλεσμα να μην αναζητούν την ακύρωση του υποκειμενικού γεγονότος λόγω της ιδιοποίησης του (ως εξαντικειμενισμένου γεγονότος) από την κυρίαρχη πλευρά[65]. Άλλωστε, η ιδιοποίηση δεν είναι απόλυτη αλλά σχετική και αντιστοιχεί στους διαρκώς και εγγενώς μεταβαλλόμενους κοινωνικο-πολιτικούς συσχετισμούς τους οποίους το υποκειμενικό γεγονός μπορεί να μεταβάλλει ή ακόμη και να ανατρέψει.
Σχετικά, ακόμη, με τη σύνδεση πολιτικού και κοινού-ποινικού εγκλήματος υπάρχουν άλλα δύο ζητήματα: το ένα αποτελεί θέμα συζήτησης στο πλαίσιο της αναρχικής θεωρητικής παράδοσης, η οποία δεν αποδέχεται την πιο πάνω διάκριση, και το άλλο αφορά όχι τη νομιμότητα αλλά την πολιτική και κοινωνική νομιμοποίηση ενεργειών που αποσκοπούν στην απόκτηση υλικών μέσων για τη διεξαγωγή της ένοπλης πόλης. Οι ενέργειες αυτές δεν έχουν μόνο επιχειρησιακό αποτέλεσμα αλλά και πολιτικό συμβολισμό που αναφέρεται στη σχετική βιβλιογραφία[66]. Σ’ αυτό το ζήτημα, όπως και στο αμέσως προηγούμενο (έννοια της τρομοκρατίας), απάντηση ανάλογη μ’ αυτήν που σκιαγραφούν οι Μ. Βιερβορκά, Τ. Καπιτάν, Ε. Σούλτε κ.ά. υπάρχει και στο έργο των Φ. Σατελέ και Ε. Πιζιέ-Κουσνέρ, που προτείνουν την έννοια της πολιτικής αντίληψης, αντιπαραθέτοντάς την σε ντετερμινιστικού χαρακτήρα έννοιες και μεθόδους και παράλληλα διακρίνοντας την από την ιδεολογία και την ιδεολογική ανάλυση που «ασχολείται με τις συλλογικές παραστάσεις/ιδέες ως συμπαγή σύνολα, από τα σαφή ιδεακά περιεχόμενα τους μέχρι τις ασύνειδες πλευρές τους»[67] και την καθιστούν ειδοποιό έννοια του πολιτικού γίγνεσθαι.
Μ’ αυτό τον τρόπο, έμμεσα αλλά με σαφήνεια, προσφέρουν στην πολιτική δράση το ειδοποιό της στοιχείο, εκείνο που τη διακρίνει (χωρίς να στεγανοποιεί ή να αντιπαραθέτει) από άλλες κοινωνικές δράσεις και την καθιστούν θεμελιώδη έννοια του κοινωνικού γίγνεσθαι. Για τους συγγραφείς:
Στην έννοια πολιτική αντίληψη περιλαμβάνεται ο ορισμός όχι τόσο των αντικειμένων όσο των στόχων και των επιδιώξεων, ο καθορισμός των στρατηγικών και τακτικών στοιχείων, η καθιέρωση διαδικασιών νομιμοποίησης με μια επιχειρηματολογία που αντλεί τα θέματα της από διαφορετικές πηγές. Ο πλούτος και το ενδιαφέρον μιας πολιτικής αντίληψης -αν όχι η αποτελεσματικότητα της- εξαρτώνται τόσο από την εσωτερική της συνοχή, όσο και από την ικανότητά της να ενσωματώνει στη δυτική της, στη λειτουργική της δύναμη, θεωρητικές έρευνες, κατάλληλες αναφορές στο πρόσφατο και μακρινό παρελθόν, μια ερμηνεία της σημερινής κατάστασης και προοπτικές για το μέλλον. Με την έννοια αυτή, μια πολιτική αντίληψη είναι πάντα, λίγο ή πολύ, έμμεσα ή άμεσα, μια αντίληψη για την ιστορία, για τον κόσμο, για το πραγματικό και το φανταστικό…
Όταν υπάρχουν αυτά τα στοιχεία στη θεωρία και πράξη ενός κινήματος ή οργάνωσης ένοπλης βίας, το δίλημμα πολιτική βία ή κοινό-ποινικό-οικονομικό έγκλημα (βλ. τρόπους συσχέτισης κινημάτων και οργανώσεων όπως το Φωτεινό Μονοπάτι στο Περού, τα FARC στην Κολομβία, γνωστές παλαιστινιακές οργανώσεις κ.ά., με το οικονομικό έγκλημα) αποτελεί μέρος της καθεστωτικής ρητορικής και έχει διαφανή σκοπιμότητα.
Ο πρώτος αυτός τόμος των Εξεγερμένων κόσμων περιλαμβάνει δύο γεωγραφικές περιοχές: τη Λατινική Αμερική και τις χώρες της Βόρειας Αφρικής (Μαγκρέμπ) και Εγγύς & Μέσης Ανατολής[68]. Το γεγονός ότι δεν υπήρξε εκτεταμένη αναφορά, στο πλαίσιο της Εισαγωγής, στην πολιτική σκέψη, στην πολιτική παράδοση και εμπειρία, στα ιδεολογικά ρεύματα, στις θρησκείες και στις εν γένει πολιτισμικές παραδόσεις αυτών των περιοχών του πλανήτη οφείλεται σε δυο λόγους. Ο πρώτος ήδη αναφέρθηκε: αφορά τη γενική και βαθιά επιρροή της ευρωπαϊκής κοινωνιολογικής και πολιτικής σκέψης στα δρώμενα αυτών των περιοχών, τον τελευταίο ιδιαίτερα αιώνα̇ σχετικά με τα όρια αυτής της ευρωπαϊκής σκέψης, υπογραμμίστηκε η ανάγκη για νέες αναγνώσεις, εννοήσεις, θεωρητικοποιήσεις, για νέες εμπειρικές προσεγγίσεις και για νέες πράξεις που να είναι σε θέση, σε συγκεκριμένους πραγματικούς και φαντασιακούς τόπους, να επικαιροποιούν και να ενδυναμώνουν τα σημερινά και αυριανά σχέδια πολιτικής δράσης. Ο δεύτερος λόγος σχετίζεται με την ποιότητα των κειμένων που ακολουθούν, την πληθώρα χαρακτηριστικών στοιχείων και πληροφοριών που ανιχνεύουν και παρουσιάζουν, καθώς και με τη διεισδυτικότητα των μεθοδολογικών εργαλείων που χρησιμοποιούνται από ερευνητές που στις περισσότερες περιπτώσεις μπόρεσαν να αισθανθούν την πραγματικότητα και να τη γνωρίσουν. Αυτός ο λόγος είναι αρκετός για ν’ απαλλάξει την παρούσα Εισαγωγή από κάθε είδους θεματικές κατά χώρα προσημάνσεις.
[1] Frantz Fanon, Les damnese de la terre, Ed. F. Maspero 1961: έργο που σημάδεψε τη μεταπολεμική εποχή των αντιαποικιακών εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων. Ο Ζ.Π. Σαρτρ, εκτός από τα κινήματα ριζικής αμφισβήτησης του τέλους της δεκαετίας του ’60, υπερασπίστηκε κατηγορούμενους του αντάρτικου πόλης, μέλη της RAF, στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας. Αναγνώρισε μ’ αυτό τον τρόπο, απόλυτα και όχι υπό όρους, ανεξάρτητα απ’ την όποια δική του ιδεολογική θέση ή πολιτική αντίληψη, το δικαίωμα στην ένοπλη εξέγερση, ακόμη και σε μια χώρα προχωρημένης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας όπως η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, κρίνοντας την όχι ως νομιμότητα αλλά ως κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα. Ανάλογη στάση τότε τήρησαν και άλλοι (λίγοι…) διανοητές ή άνθρωποι με δημόσιο λόγο. Ανάμεσα τους ο Χ. Μπελ, ο Γκ. Γκρας, ο επίσκοπος Βερολίνου Σαρφ κ.ά. Δέκα χρόνια αργότερα, στη Γαλλία ο Α. Λεφέβρ κ.ά. διανοούμενοι υπερασπίστηκαν κατηγορούμενους της Action Directe. Βλ. συνέντευξη αναδημοσιευμένη στο περιοδικό Δρόμοι, τ. 16, Νοέμβρης 2002.
[2] Οι αποκαλούμενοι πόλεμοι χαμηλής έντασης, συνήθως διασυνοριακοί, περιφερειακοί και μακροχρόνιοι, σχετίζονται τις περισσότερες φορές με σκόπιμες, τεχνητές, ανθρωπογεωγραφικές διαιρέσεις, που σχεδίασαν οι αποικιοκρατικές δυνάμεις.
[3] Με πολιτική έκφραση τη σοσιαλδημοκρατία, τον ευρωκομουνισμό, τη μεταρρυθμιστική-εκσυγχρονιστική αριστερά, τα κόμματα του «τρίτου δρόμου», την κεντροαριστερά, το Κόμμα του Εθνικού Κογκρέσου στην Ινδία κλπ.
[4] Πολιτικοί εκφραστές τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα, τα κομμουνιστικά κόμματα και οργανώσεις, τα περισσότερα ώς τη δεκαετία του ’60 και πολύ λιγότερα στη συνέχεια -καθώς αυτά που αναγνωρίζουν ως πολιτικό κέντρο την ΕΣΣΔ αναθεωρούν τη στρατηγική τους και τη συνεχίζουν είτε αναφερόμενα σε αλλά πολιτικά κέντρα (Κίνα, Κούβα…) είτε αποφεύγοντας να αναγνωρίσουν οποιοδήποτε κέντρο-, οργανώσεις, τέλος, που αναφέρονται στην αναρχική κινηματική παράδοση. Η δεκαετία του ’90 σηματοδοτεί την εμφάνιση οργανώσεων και κινημάτων άλλης ιδεολογικής προέλευσης.
[5] Για το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και για την περιοδολόγησή του διπολισμού υπάρχουν πολλές αντιγνωμίες. Οι σημαντικότερες αφορούν την αξιολόγηση του σκέλους της συνεργασίας (απ’ το ’58 και μετά) ως προς το σκέλος του ανταγωνισμού.
[6] Όπου η πολιτική και κοινωνική έρευνα, παρά τα διαχρονικά και σημαντικά εγχώρια δρώμενα, εξαντλείται σε περιορισμένο αριθμό εργασιών για τον Εμφύλιο και εν γένει δεν ενδιαφέρεται η αποφεύγει αυτά τα θέματα… Η ανθοφορία εκδόσεων της τελευταίας χρονιάς είναι κυρίως συγκυριακή (υπόθεση 17Ν) και δεν συνοδεύεται από ανθοφορία σημαντικών αναλύσεων και ιδεών.
[7] Με την έννοια του logos, discours/discourse, όπου η θεωρία τους αναφέρεται, ρητά ή όχι και συνήθως ενυπάρχει σε ιδεολογική, πολιτική μορφή. Οι πρωτότυπες και αυτοτελείς θεωρητικές επεξεργασίες, όταν υπάρχουν, προέρχονται, πάντοτε σχεδόν, από πρόσωπα που περιλαμβάνονται στους αποκαλούμενους «πρωταγωνιστές».
[9] Πρόκειται για την υποκειμενική σχολή που -όπως σε μερικές περιπτώσεις και η μικτή-φτάνει στην πιο ικανοποιητική, στο πλαίσιο του θετικού δικαίου, ερμηνεία της συμπεριφοράς του υποκειμένου της πολιτικής βίας.
[10] Υποδειγματική ανάλυση αυτού του είδους πραγματοποιήθηκε απ’ τον Michel Wieviorka (Societes et Terrorismes, Ed. Fayard 1988), καθώς στηρίχθηκε σε μια καλή θεωρία, σε λεπτο-επεξεργασμένη μεθοδολογία και σ’ ένα αξιόλογο εμπειρικό δείγμα από μέλη (πρώην τα περισσότερα) των Ερυθρών Ταξιαρχιών, της ΕΤΑ και διάφορων παλαιστινιακών οργανώσεων. (Ο Wieviorka χρησιμοποιούσε τότε τη θεωρία της «κοινωνιολογίας των ομάδων» του Α. Touraine’ συνέχισε, με αλλαγές στις θέσεις του, να ασχολείται με το θέμα, αυτή του η δουλειά ωστόσο παραμένει η πιο ενδιαφέρουσα).
[11] «Η πρόθεση των εθνικών-λαϊκίστικων καθεστώτων [Χουάν Περόν στην Αργεντινή, Χαγιά δε λα Τόρε στο Περού – Σ.τ.Ε.Ε.], των φιλελεύθερων ελίτ καθώς και μαρξιστών να αγνοήσουν ή να ακυρώσουν την ινδιανικότητα, να μετατρέψουν τους Ινδιάνους σε απλούς χωρικούς, βλέπε προλετάριους, καθώς και η εξάντληση, οι περιορισμοί ή η αποτυχία των κοινωνικών τους σχεδίων κατέληξαν σε αναδράσεις και πισωγυρίσματα…» Και παρακάτω: «Δεν 3λέπουμε άραγε τις κοινότητες να καταφεύγουν σε [επιβεβαίωση] της ταυτότητας τους, της αναφοράς τους ή της εθνικής τους ιδιαιτερότητας, που μπορεί να προσλάβει οξύτατες, κάποτε [μυστικιστικές] κάποτε βίαιες, μορφές;» Yvon Le Bot, Violences de la modernite en Amerique latine, σελ. 213, Ed. Karthala 1994.
[14] Πολιτικό-θρησκευτικό κίνημα που εφαρμόζει αυστηρά τον θρησκευτικό νόμο (σαρία). Αποτελεί σήμερα την κρατική ιδεολογία του καθεστώτος της Σαουδικής Αραβίας.
[15]Είναι βεβαιωμένο ότι επί καθεστώτος Ταλιμπάν συρρικνώθηκαν οι φυτείες οπιούχων καλλιεργειών, που επανεπεκτάθηκαν μετά την επέμβαση- «απελευθέρωση» της χώρας από τις ΗΠΑ. Οι ΗΠΑ, όπως είναι γνωστό, στο αξιακό τους σύστημα προτάσσουν τον πόλεμο ενάντια στα ναρκωτικά και την τρομοκρατία…
[16] Η κυβερνητική απαγόρευση της μαντίλας στα γαλλικά σχολεία και η υπέρ του μέτρου επιχειρηματολογία της μεγάλης πλειοψηφίας της διανόησης -ιδιαίτερα αυτής που δηλώνει φιλελεύθερη και προοδευτική- απογυμνώθηκε όταν ήρθε αντιμέτωπη με τον άμεσο και πολιτικό λόγο πολλών κοριτσιών της δεύτερης και τρίτης γενιάς μεταναστών. Έτσι έδειξε ότι αυτή η διανόηση δεν είχε καταλάβει σχεδόν το παραμικρό – και τα επιχειρήματα της κατέρρευσαν, τόσο πολιτικά όσο και ιδεολογικά.
[17] Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η δράση του τάγματος των Ασσασίνων (11ος-13ος αιώνας) που αποτελεί τυπικό παράδειγμα ιδεολογικής θεμελίωσης αυτοτελούς οργανωτικής συγκρότησης και επεξεργασίας σχεδίου πολιτικής βίας. Η δράση των Ασσασίνων δεν έχει καμία σχέση με τις γνωστές παλατιανές συνομωσίες και δολοφονίες των τότε δυτικών ηγεμονιών. Β. Μ. Αιούϊς, Οι Ασσασίνοι, εκδ. Τροχαλία. 2000.
[18] Απόρροια ιστορικά προγενέστερων ολοκληρώσεων που προσέδωσαν στο Ισλάμ του Αραβικού ή Οθωμανικού ή Ασιατικού (Πακιστάν, Ινδία…) χώρου -πέρα από τις καθαρά θεολογικές διαιρέσεις του- διαφορετικά χαρακτηριστικά. Έτσι το «τούρκικο» Ισλάμ παραμένει περισσότερο εθνοκεντρικό και το «πακιστανικό» περισσότερο εσωστρεφές.
[20] Εκτός από ό,τι περιέχεται στις θεολογίες της απελευθέρωσης στη Λατινική Αμερική και αφορά κυρίως τον καθολικό κλήρο και δευτερευόντως τον προτεσταντικό με αναφορές που ξεκινούν απ’ τον Αγ. Αυγουστίνο, τον Άγιο Φρανγκίσκο της Ασσίζης, επηρεάζονται απ’ το έργο του Νίτσε, τη Σχολή της Φρανκφούρτης, τον μαρξιστικό μυστικισμό του Ε. Μπλοχ και φτάνουν στους Γκ. Γκουτιέρεζ, Ζ. Κομπλέν κ.ά. Υπάρχουν και θεωρήσεις που αναφέρονται στην ορθοδοξία, ενδεικτικά, βλ. Θ. Ζιάκα (2002), Η έκλειψη του υποκειμένου, εκδ. Αρμός.
[22] «Υπεράσπιση του ελεύθερου κόσμου», η μια πλευρά, και «δημιουργία αντι-ιμπεριαλιστι-κού συνασπισμού», η άλλη πλευρά, υπονοώντας και οι δύο την πάλη ανάμεσα σε δύο αντιτιθέμενα κοινωνικά συστήματα, εναντίον ή υπέρ του κομμουνισμού αντίστοιχα.
[26] Όταν η λεγόμενη «θεωρία των τριών κόσμων» έδωσε αφορμή για πολύ αντιφατικές ερμηνείες ως προς το ρόλο της εθνικής αστικής τάξης και τον διεθνή ρόλο των μεσαίων και μεγάλων (εκτός των δύο υπερδυνάμεων) εθνικών κρατών.
[29] Σε μια «ενδιάμεση» περιοχή τοποθετείται το φαινόμενο της κοινωνικής ληστείας, ενώ πολλές δυσκολίες υπάρχουν στην ταξινόμηση τυπικών μορφών του κοινωνικού-ποινικού εγκλήματος όταν αυτές σχετίζονται με (ή υπηρετούν) πολιτικούς σκοπούς. Κλασική ιστορική και συνάμα κοινωνικοπολιτική καταγραφή του φαινομένου αποτελεί το έργο του Ε. Χόμπσμπαουμ Οι Ληστές (ανάτυπο στις εκδ. Βέργος). Σ’ αυτό επιχειρείται η μερική ένταξη του στο μοντέλο με το οποίο ο συγγραφέας εξετάζει τα υποκείμενα των πρώιμων εξεγέρσεων, τους αποκαλούμενους και «πρωτόγονους επαναστάτες». Πολύ ενδιαφέρουσα είναι η ανάλυση από τον X. Δερμεντζόπουλο της ημεδαπής κοινωνικής ληστείας στο Ληστρικό μυθιστόρημα στην Ελλάδα, εκδ. Πλέθρον 1997.
[32] Κ. Μαρξ: «Η εξέγερση είναι τέχνη», Φ. Ένγκελς: «Η πολεμική ταχτική (της εξέγερσης) εξαρτιέται απ’ το επίπεδο της πολεμικής τεχνικής», Λένιν («Διδάγματα από την εξέγερση της Μόσχας», Άπαντα, τ. 11, σελ. 156-157, ελλ. έκδ. 1956): «Η πολεμική τεχνική δεν είναι εκείνη που ήταν στα μέσα του XIX αιώνα […]. Ύστερα από την εξέγερση της Μόσχας (1905) είναι καιρός ν’ αναθεωρηθούν τα συμπεράσματα του Ένγκελς […]. Η Μόσχα πρόβαλε μια νέα ταχτική οδοφραγμάτων […]. Η πολεμική τεχνική κάνει και άλλα καινούργια βήματα προς τα μπρος. Ο ιαπωνικός πόλεμος παρουσίασε τη χειροβομβίδα. Το εργοστάσιο όπλων έβγαλε στην αγορά το αυτόματο τουφέκι […]. Μπορούμε και πρέπει να επωφεληθούμε από την τελειοποίηση της τεχνικής». Νεότερα υποδείγματα διεξαγωγής ανταρτοπόλεμου αποτελούν ακόμη η «μινιμαλιστική» τακτική και χρήση όπλων του Κ. Μαριγγέλα που περιγράφεται στο Εγχειρίδιο του αντάρτη πόλεων, σελ. 31, εκδ. Ελεύθερος Τύπος, και η «μαξιμαλιστική» πολεμική τεχνική των Αφγανών ανταρτών (σύγχρονα ελαφρά πυραυλικά μέσα) τη δεκαετία του ’90. Βλ. ακόμη τα αρχαία κείμενα του Σουν Τζου στην Τέχνη του Πολέμου, εκδ. Οδυσσέας 2000, και τον Πόλεμο του ψύλλου: Θεωρία και πρακτική του ανταρτοπόλεμου του Ρ. Τέιμπερ, εκδ. Κάλβος 1976. Βλ. ακόμη, για την «ποικιλομορφία του πολέμου», Π. Κονδύλη, Η Θεωρία του Πολέμου, α. 365-380, εκδ. Θεμέλιο 1999.
[33] Με ενδιάμεσους σταθμούς τούς Χομπς, Καντ, Λόκε κ.ά. αλλά και τις πολεμολογικές αναλύσεις των Μαρξ, Έγκελς, Κλαούζεβιτς, Λένιν κ.ά.
[34] Υπάρχουν και σκεπτικιστικές τάσεις, όπως των συνεπαγωγιστών (εάν το ζητούμενο είναι η νίκη, τότε όλα τα μέσα μπορούν να χρησιμοποιηθούν), που απορρίπτουν εκ προοιμίου τη δυνατότητα δικαίου και ηθικής του πολέμου.
[35] «Η παρούσα έννομη τάξη επιμένει, σε όλους τούς τομείς όπου οι ατομικοί σκοποί θα απορούσαν να επιδιωχθούν με τη βία, να εγείρει έννομους σκοπούς, τους οποίους μόνο η έννομη βία είναι σε θέση να πραγματοποιήσει», W. Benjamin (2002), Για μια κριτική της βίας, ζελ. 8, εκδ. Ελ. Κουλτούρα.
[36] Περιγράφεται από τον Χέγκελ στις Αρχές της φιλοσοφίας του Δικαίου (1821), §189, όπου κάνει μνεία στην αναγκαιότητα της πολιτικής οικονομίας ως επιστήμης, και αναλύεται απ’ τον Μαρξ, τρεις δεκαετίες αργότερα, στο πλαίσιο της κριτικής της πολιτικής οικονομίας. Προηγήθηκαν οι δημοκρατικές Ουτοπίες του 15ου και 16ου αιώνα, με γνωστότερη αυτήν του Τ. More, προβάλλοντας ως απάντηση στις κοινωνικές εξεγέρσεις του ύστερου Μεσαίωνα ^ην αταξική ή μονοταξική κοινωνία. Αντίθετα, από τις προδρομικές θεωρίες της φιλελεύθερης δημοκρατίας του 18ου αιώνα και τις πιο συστηματικές του 19ου αναζητήθηκαν απαντήσεις στις κοινωνικές συγκρούσεις της εποχής, που να αποδέχονται, να διαχειρίζονται και να διατηρούν την ταξική διαίρεση μέσω του κράτους.
[37] Υπάρχει πλήθος ταξινομικών συστημάτων για τους πολέμους (γενικά) με μικρή-μερική εφαρμογή στους εσωτερικούς πολέμους: πόλεμοι με συστημικά ή μη συστημικά χαρακτηριστικά, εχθρότητας, οφέλους, φόβου, ανισότητας…
[38] Η θεωρία της ορθολογικής επιλογής, που έδωσε και την κλασική εφαρμογή της θεωρίας των παιγνίων σε κοινωνικά φαινόμενα, στηρίζεται στην υπόθεση ότι «από ένα σύνολο εφικτών δράσεων, συμβατών με όλους τούς υπάρχοντες περιορισμούς, τα άτομα επιλέγουν αυτές που θεωρούν ότι θα αποφέρουν τα καλύτερα αποτελέσματα» και στο αξίωμα ότι «η ατομική συμπεριφορά είναι ένσκοπη και υπολογισμένη». Βλ. J. Elster, «Marxism, functional-ism and games theory: The case for methodological individualism”, Theory and Society [11(4)] (7/1982).
[40] Ο P.L. Assoun (στο G. Labica & G. Bensussan, Dictionnaire critique du Marxisme, σελ. 810, Ed. PUF 1985), αναφερόμενος στην πρώτη Θέση του Μαρξ για τον Φόιερμπαχ, διαπιστώνει ότι ο Μαρξ «πριμοδοτεί τον υποκειμενικό ιδεαλισμό γιατί αναπτύσσει την ενεργητική πλευρά, ενώ ένας ορισμένος υλιστικός αντικειμενισμός καταλήγει σ’ ένα είδος παθητικού εφησυχασμού». Ωστόσο, αμέσως παρακάτω, συμπεραίνει ότι «το πρόβλημα είναι λοιπόν να σκεφτούμε την πράξη ως sui generis τύπο της αντικειμενικότητας -όχι βέβαια «διευρύνοντας» την έννοια της αντικειμενικότητας, αλλά νοώντας την με ριζικό τρόπο απ’ τη σκοπιά -της πράξης-, έτσι ώστε να θεωρούμε την ίδια την ανθρώπινη δραστηριότητα ως αντικειμενική δραστηριότητα». Σ’ αυτές τις προτάσεις η αμφισημία είναι ενδεικτική. Ενώ στην πρώτη προβάλλεται αυτό που ο ίδιος αποκαλεί «υποκειμενική οπτική» και «οπτική της πράξης», στη δεύτερη εμφανίζεται η εξαντικειμένιση της ανθρώπινης δράσης, (γνωστή από τη συζήτηση την αλλοτρίωση βλ. Άνταμ Σαφ, Ο Μαρξισμός και το ανθρώπινο άτομο, σελ. 280, εκδ. Οδυσσέας 1977) ως εξαντικειμένιση υποκειμένου, αποδυναμώνοντας τη θέση-δράση του τελευταίου στον πραγματικό κόσμο.
[41] Η σχέση του έργου του Αλτουσέρ με τον στρουκτουραλισμό ή «μαρξο-στρουκτουραλισμό ως θεωρητικό σώμα δεν είναι μονοσήμαντη· ο στρουκτουραλισμός και ο αλτουσερισμός δεν συνιστούν ταυτότητα.
[42] Σε άρθρο στην εφημ. Αυγή, ο Η. Ιωακείμογλου επιχειρεί κριτική στις Ερυθρές Ταξιαρχίες για την υπόθεση Μόρο ξεκινώντας απ’ την αξιωματική για τον αλτουσσερισμό θέση: «Τα άτομα είναι χτισμένα σε ένα δίχτυ κοινωνικών σχέσεων και ρόλων…». Περισσότερα γι’ αυτή την προσέγγιση στο Η. Ιωακείμογλου, Σ. Τριαντάφυλλου, Αριστερή τρομοκρατία, δημοκρατία και κράτος, εκδ. Πατάκη, 2003.
[44] Πρόκειται κυρίως για τα κόμματα που αποτέλεσαν τη δεκαετία του ’30 τον κορμό της 3ης Διεθνούς και μεταπολεμικά μετεξελίχθηκαν στη θεσμική πολιτική έκφραση του παγκόσμιου κομμουνιστικού κινήματος, δίνοντας απόλυτη προτεραιότητα στον θεσμικό τους ρόλο στα πλαίσια, ή στα περιθώρια, της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Τα σημαντικότερα ρεύματα της 4ης Διεθνούς υποστήριζαν και αυτά τη στρατηγική προτεραιότητα της ανάπτυξης και επαναστατικής ωρίμασης του μαζικού κινήματος, πριν από οποιαδήποτε χρήση ένοπλης βίας, παράλληλα μ’ έναν έντονο, αλλά μη βίαιο, πολιτικό ακτιβισμό.
[45] Σε εθνικό επίπεδο η αντίληψη του λεγόμενου ειρηνικού περάσματος στο σοσιαλισμό, σε διεθνές επίπεδο η αντίληψη για την αναγκαιότητα συμπόρευσης (άκριτη η κριτική) με τη γεωστρατηγική του ΚΚΣΕ.
[46] Λούκατς, Κορς, Σχολή της Φρανκφούρτης (Χορκχάιμερ, Αντόρνο, Μαρκούζε κ.ά.), Λεφέ-βρ, Γκόλντμαν, Σαρτρ, Σχολή της Πράξης κλπ.
[47] Επιστροφή που σηματοδοτείται απ’ την αποκάλυψη των Παρισινών Χειρογράφων του Μαρξ (1844), περίπου έναν αιώνα αργότερα (1932).
[48] Μ. Hardt & Α. Negri, Αυτοκρατορία, εκδ. Scripta 2002. Βλ. ακόμη τη συνέντευξη (απόσπασμα) του Κοστάντζο Πρέβε για την «Αυτοκρατορία» στο περ. Άρδην, τχ. 43, 7/2003, και το κριτικό άρθρο του Ε. Laclau, «Είναι δυνατόν να εξηγηθούν οι κοινωνικοί αγώνες εμμενώς;» στον Πολίτη, τχ. 113, 7-8/2003.
[50] Βλ. το κείμενο: «Materialisme et Revolution”, στο J.-P. Sartre, Situations III, Ed. Gallimard 1949.
[52] Βλ. για τη μετάβαση απ’ τον «φορδισμό» στον «μεταφορδισμό» και την παγκοσμιοποίηση, Β. Coriat, L’atelier et le robot, Ed. Ch. Bourgois 1990, S. Cohen & J. Zysman, Manufacturing Matters. The myth of Post-Industrial Society, Basic Books, N.Y. 1987, E.N. Luttwak, Turbo-capitalism. Winners and Losers in the Global Economy, Weidenfeld & Nicolson 1998.
[53] Μεγαπόλεις, Τεχνοπόλεις, «Πόλεις χρηματοκιβώτια», «οχυρωμένες πόλεις – gated communities”, «ιδιωτικές πόλεις»… Βλ. άρθρο του Χ. Μπελμεσσούς στη Monde Diplomatique 11/2002. Παράλληλα συντελείται η έξαρση της «καθαρά» κοινωνικής βίας. Αν και σε ποιο βαθμό η κοινωνική βία αποτελεί «συγκοινωνούν δοχείο» με την πολιτική αντι-βία κι αν σε πολλές περιπτώσεις αναπτύσσεται (ή υποχωρεί”) σε σχέση αντιστρόφως ανάλογη προς αυτήν, είναι ένα ζήτημα ιδιαίτερης μελέτης.
[54] Στο έργο του Μορφές της κοινωνικής δράσης, εκδ. Θεμέλιο 1984, γράφει (σελ. 115): «Ενώ αναλύονται οι σχέσεις ανάμεσα στα στοιχεία, τα επίπεδα, τις δομές, ενώ διατυπώνονται παράλληλα οι σχέσεις ανάμεσα σε καθένα επιμέρους στοιχείο και στο γενικό δομικό σύστημα, η συνάρτηση μεταξύ των στοιχείων αυτών και εκείνων που θεωρείται ότι τα προσδιορίζουν «εκ του αφανούς» παραμένει ανεξιχνίαστη. Απλώς μας παρέχεται η διαβεβαίωση πως τα υπό ανάλυση φαινόμενα υπόκεινται σε ένα δομικό «επέκεινα»… Είναι μια μεθοδολογία που καταλήγει να απομονώσει τα θεωρητικά της σχήματα από τη ζωντανή, μεταβαλλόμενη, και άτακτη εμπειρία». Σε άλλο σημείο αναφέρεται «στο πρόβλημα του να ενταχθεί το παλλόμενο κοινωνικό υλικό μέσα σε σταθερά σχήματα» και υποστηρίζει (σελ. 12, 13): “Θα πρέπει λοιπόν να επιμείνουμε στην ιστορική, υπερ-ατομική διαμόρφωση των κοινωνικών σχέσεων, χωρίς όμως να καταστήσουμε τα άτομα απλούς «φορείς» δυνάμεων και αναγκαιοτητών, να εργασθούμε προς την κατεύθυνση της ανάλυσης του νοήματος που οι άνθρωποι δίνουν στις δραστηριότητες τους».
[55] Για μια ενδιαφέρουσα προσέγγιση του θέματος της συστημικής και αντισυστημικής βίας, στην πρόσφατη ελληνική βιβλιογραφία, βλ. Τ. Φωτόπουλος, Ο πόλεμος κατά της «Τρομοκρατίας». Η γενικευμένη επίθεση των ελίτ, εκδ. Γόρδιος, 2003. Η προσέγγιση του ωστόσο, στις πολιτικές-πρακτικές της συνεπαγωγές παρουσιάζεται ενίοτε αντιφατική ή «αμήχανη».
[56] Αφού ο συσχετισμός δύναμης σε υλικά-οπλικά μέσα είναι σχεδόν πάντα αρνητικός για τους εξεγερμένους και η βία είναι σχεδόν πάντα αντίθετη με τη γενική τους κοσμοαντίληψη και τον ψυχισμό τους.
[57] Παράδειγμα οι σχετικά υψηλής κοινωνικοοικονομικής ανάπτυξης χώρες όπως η Ιταλία της δεκαετίας του 70, η Ουραγουάη των Τουπαμάρος, γνωστή ως η Ελβετία της Λατινικής Αμερικής, κ.ά.
[58] Τόσο στη λογική (refutation, falsification) όσο και στην κοινωνικο-ψυχολογική (frustration) της σημασία.
[59] Το ακριβώς αντίθετο συμβαίνει όταν το πολιτικό σχέδιο της ένοπλης σύγκρουσης οδηγείται σε ήττα.
[60] Προηγήθηκε κατά δέκα χρόνια εργασία του για τον κρατικό μονοπωλιακό καπιταλισμό που δείχνει, αν μη τι άλλο, ένα προϋπάρχον ενδιαφέρον για την ανάλυση της αντικειμενικής (οικονομικής-κοινωνικής-πολιτικής) πραγματικότητας.
[62] Παράδειγμα η περίοδος, προδικαστική και δικαστική, που ακολούθησε τη σύλληψη μελών της οργάνωσης 17Ν.
[63] Ένας απ’ τους λόγους, οπωσδήποτε όχι ο πιο σημαντικός, που οδήγησε τότε (δεκαετία του ’80) πολλούς ερευνητές στη Γαλλία σε μια τόσο κοινότοπη χρήση του όρου τρομοκρατία σχετίζεται με τη σειρά «τυφλών» βομβιστικών ενεργειών σε πολυκαταστήματα, από την CSPPA (Επιτροπή Αλληλεγγύης στους Άραβες Πολιτικούς Κρατούμενους). Είχαν προηγηθεί ενέργειες του αρμενικού asala και ομάδας του Αμπού Νιντάλ. Το ίδιο ισχύει και για τη χρήση αυτού του όρου από ορισμένους συγγραφείς κειμένων που περιλαμβάνονται στο παρόν βιβλίο. Αν και συνήθως αυτοί φροντίζουν να τον αποφορτίσουν, υπάγοντας τον (ως τρέχουσα έννοια) σε έναν από τους πολλούς όρους περιγραφής της πολιτικής βίας γενικά.
[64] Βλ. Τ. Kapitan & Ε. Schulte, «The rhetoric of Terrorism and its consequences», Journal of Political and Military Sociology, vol. 30, No. 1, 2002, σελ. 172, 178-179, 181. Σχετικά με την έννοια ή το νόημα της τρομοκρατίας, ορισμένοι ίσως πιστεύουν ότι τώρα άρχισε η συζήτηση. Ωστόσο, καλά κείμενα, πολύ καλύτερα απ’ τα περισσότερα της τρέχουσας πληθωριστικής τρομοφιλολογίας, γράφτηκαν και πριν τρεις ή τέσσερις δεκαετίες. Βλ. τις συστηματικές «κανονιστικές» προσεγγίσεις των J.E. Bond, The Rules of Riot: Internal Conflicts and The Laws of War, Princenton University Press, 1974, E.V. Walter, Terror and Resistance, N.Y. Oxford, 1969, ή την περισσότερο «αιτιολογική» προσέγγιση του Ph. Berryman, Another View of El Salvador, Dissent (Summer, 1982).
[65] Η μέθοδός τους δεν είναι καθόλου νέα και περιέχεται στις αναλύσεις για την αλλοτρίωση και αλλού.
[66] Για τις επιθέσεις σε τράπεζες, βλ. Κάρλος Μαριγκέλα, Το εγχειρίδιο του αντάρτη των πό-‘£ων. σελ. 56-58, εκδ. Ελεύθερος Τύπος, κ.α.
[68] Η μεγάλη έκταση του μητρικού έργου (τρίτη επικαιροποιημένη γαλλική έκδοση, 2002) επέβαλε το σχεδιασμό της ελληνικής έκδοσης σε τρεις τόμους, καθώς και ορισμένες μικρής σημασίας συντμήσεις και συναρμογές. Αυτές έγιναν με ιδιαίτερη φροντίδα, ώστε να εξασφαλιστεί η πιστή απόδοση των κειμένων. – Τα αραβικά ονόματα και τοπωνύμια που περιλαμβάνονται στον παρόντα τόμο αποδόθηκαν στα ελληνικά απευθείας από την αραβική γλώσσα, με βάση την εκφορά τους στη χώρα όπου ανήκουν. – Οι υποσημειώσεις της ελληνικής έκδοσης (που επισημαίνονται με την ένδειξη Σ.τ.Ε.Ε.) σε ό,τι αφορά τον ισλαμικό κόσμο στηρίχθηκαν στην έκδοση των D. Sourdel & J. Sourdel-Thomine, Vocabulaire de I’lslam, Ed. Puf 2002.