top

Σκέψεις σχετικά με την την ιστορικότητα της Ιρανικής Επανάστασης και την ιστορική νομιμοποίηση της πολιτειακής της μορφής

Εισήγηση  στο συνέδριο Persian Gulf Conference, Τεχεράνη

Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι η δεκαετία του ’70,  που τα μεγάλα γεγονότα της  ξεκίνησαν λίγο πριν, στα μέσα του ’60  και έκλεισαν τον κύκλο τους λίγο μετά, στα μέσα του ’80, ήταν μία περίοδος βαθύτατων διεργασιών και μεγάλων ανατροπών.   Ότι η περίοδος που ακολούθησε, ανοίγοντας έναν νέο ιστορικό κύκλο, ήταν περίοδος θετικής πολιτικο-ιδεολογικής ωρίμανσης για την ανθρωπότητα, αυτό μένει να αποδειχθεί. Γι’ αυτό, στη σύντομη αυτή ομιλία,  ορισμένα κρίσιμα ζητήματα που αφορούν την τότε παγκόσμια κατάσταση, την κατάσταση στην περιοχή της Μ. Ανατολής και  ιδιαίτερα  στη δική σας χώρα, πρέπει να τεθούν.

Η  μεγάλη δεκαετία του ΄70, μπορεί να  χαρακτηριστεί  –επιγραμματικά- από την εμφάνιση μιας νέας επιθετικότητας στην παγκόσμια σκηνή, την  οποία ασκεί η νέα, μεταπολεμική,   ηγεμονική δύναμη της Δύσης,  οι ΗΠΑ. Η επιθετικότητα αυτή έρχεται, μετά την πλημμυρίδα του αντιαποικιακού κινήματος της δεκαετίας του ’60, να καλύψει την κάμψη και υποχώρηση των  ευρωπαϊκών, άλλοτε μεγάλων, δυνάμεων, να αντιμετωπίσει την ακόμη τότε ανερχόμενη Σοβιετική Ένωση και να επιβάλει μια νέα παγκόσμια τάξη. Εκδηλώνεται πρωταρχικά με στρατιωτικές επεμβάσεις στη Ν.Α Ασία αλλά και στη Μ. Ανατολή  όπου, με πολεμικό εργαλείο το Ισραήλ (1967) και με μόνιμους η συγκυριακούς σύμμαχους ορισμένα αραβικά καθεστώτα, επιχειρείται η διαμόρφωση ενός νέου πολιτικού χάρτη στη περιοχή, ενός πολιτικού χάρτη που να εξασφαλίζει για τις ΗΠΑ την περιφερειακή ηγεμονία και τον έλεγχο του πετρελαίου.

Παράλληλα, η στρατηγική της νέας παγκόσμιας ηγεμονίας  συνδυάζεται με πολιτικά και στρατιωτικά πραξικοπήματα  σε άλλες περιοχές του πλανήτη, ακόμη και στην ίδια την Ευρώπη.   Στη χώρα μας, την Ελλάδα, ακρογωνιαία από γεωγραφική αλλά και ιστορική άποψη χώρα της Ευρώπης και της Μεσογείου, χώρα που για το λόγο αυτό επηρεάζει σημαντικά την μεσο-ανατολική γεωστρατηγική,  αλλά και  χώρα όπου γεννήθηκε η Δημοκρατία για την οποία η Δύση υποκριτικά τόσο πολύ επαίρεται, εγκαθίσταται με τις ευλογίες και τη στήριξη των ΗΠΑ   στρατιωτική δικτατορία (1967-1974).

Ένας από τους πυλώνες της τότε γεωστρατηγικής των ΗΠΑ ήταν το Ιράν όπου υπονομεύεται από νωρίς  η  προσπάθεια εθνικής χειραφέτησης (Μοσαντέκ) και  στηρίζεται το απολυταρχικό καθεστώς του Σάχη.   Η Ιρανική επανάσταση, που ξεσπά το 1978, ακολουθώντας  χρονικά την ήττα των ΗΠΑ στη Ν. Α. Ασία, την πτώση των δικτατοριών στην Πορτογαλία, την Ισπανία και την Ελλάδα, το ξέσπασμα μεγάλων κοινωνικών και πολιτικών κινημάτων στο σύνολο του Δ. Κόσμου (Μάης 1968 και αργότερα) που αμφισβητούν τη δομή, τη λειτουργία αλλά και τις αξίες των φερόμενων ως δημοκρατικών καθεστώτων,  αποτέλεσε ένα  μεγάλο ελπιδοφόρο  γεγονός.

Όμως,  οι περισσότερες από τις ελπίδες της δεκαετίας του ‘70 διαψεύστηκαν στη δεκαετία που ακολούθησε, καθώς οι πολιτικοί συσχετισμοί άλλαξαν ριζικά. Η βαθμιαία εξαφάνιση της Σοβιετικής Ένωσης, η απώλεια της δυναμικής των κοινωνικών – πολιτικών και πολιτισμικών  κινημάτων στις χώρες της Δύσης,  οι περιφερειακοί πόλεμοι που ξέσπασαν με πιο καταστροφικό αυτόν που εξαπέλυσε το τότε καθεστώς του Ιράκ ενάντια στη νεοσύστατη Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν,  επέτρεψαν τη βαθμιαία εδραίωση μιας Αμερικανικής μονοκρατορίας. Έτσι περάσαμε σ’ ένα κόσμο μονοπολικό όπου η κυρίαρχη δύναμη προσπάθησε να επιβάλει,  εκτός από την πολιτική-οικονομική και την ιδεολογική-πολιτισμική της ηγεμονία. Η  αποδυνάμωση των εθνικών και πολιτισμικών αντιστάσεων άρχισε να γίνεται πρωταρχικός σκοπός της νέας ηγεμονίας, καθώς η  υποταγή σ’ ένα υπαγορευόμενο και ελεγχόμενο από αυτήν παγκόσμιο πρότυπο λειτουργιών και αξιών, αποτελεί τη βασική προϋπόθεση για τη διατήρησή της.

Η εξέλιξη αυτή αποτελεί ουσιώδες χαρακτηριστικό της σύγχρονης παγκοσμιοποίησης,  υπό  Αμερικανική ηγεμονία, η οποία ξαφνικά αρχίζει να ενδιαφέρεται για τη Δημοκρατία στις άλλες χώρες (αφού επέβαλλε για χρόνια και μέχρι τώρα στηρίζει τις πιο στυγνές δικτατορίες), προβάλλοντας παράλληλα προσχηματικά κάποιες «νέου τύπου» οικουμενικές αξίες (ενώ αυτή η ίδια διεξάγει τον λεγόμενο πόλεμο των πολιτισμών) στις οποίες πάνω-πάνω, στην κορυφή,  ιεραρχεί τα ατομικά (και όχι τα συλλογικά) δημοκρατικά δικαιώματα και τα δικαιώματα των κάθε είδους μειονοτήτων.

Στα πλαίσια αυτής της διαδικασίας, μιας διαδικασίας φαινομενικά δημοκρατικής  και πλουραλιστικής αλλά στην ουσία αποσυνθετικής και διαλυτικής, δείχνει να ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για τη δημοκρατικότητα της Ισλαμικής Δημοκρατίας του Ιράν και για τις πολιτισμικές και ηθικές αξίες του Ισλάμ  που συγκροτούν  το συνεκτικό υπόβαθρό της…

Για το λόγο ίσως αυτό, περισσότερο από κάθε άλλον, επιχειρείται εδώ να προσεγγιστεί  ένα τόσο δύσκολο ζήτημα, όπως αυτό της σχέσης μεταξύ Δημοκρατικής Πολιτείας (Republic) και Ισλαμικής Θρησκευτικής Αρχής στο Ιράν, παρά τις επιφυλάξεις  που απορρέουν από την έλλειψη εμπειρικής-βιωματικής γνώσης σχετικής με την σύγχρονη Ιρανική πραγματικότητα.

Πριν κλείσει αυτός ο  πρόλογος, είναι σκόπιμο να ειπωθεί  ότι όπως σε κάθε ομιλία, έτσι και στη σημερινή, πρέπει να υπάρχουν  δύο τουλάχιστον στοιχεία. Το πρώτο έχει σχέση με το  θέμα της, το αντικείμενό της,  που ως νοητικό νήμα την διαπερνά. Το δεύτερο στοιχείο είναι η  ένταξη του θέματος στον ιστορικό χρόνο, όπου ο ιστορικός χρόνος  αποτελεί   θεμελιώδες  δεδομένο που το προσδιορίζει.  Σχετικά με το δεύτερο αυτό στοιχείο ήδη έγιναν οι πρώτες απαραίτητες αναφορές. Όταν χρειαστεί να προστεθούν μερικές ακόμη θα επανέλθουμε.

—————

 Θέμα της ομιλίας αυτής επιλέχτηκε να είναι η διερεύνηση της συμβατότητας ή ασυμβατότητας δύο εννοιών και συνάμα δυο ιστορικών φαινομένων που αναφέρονται  αφενός  στη Δημοκρατική Πολιτεία (Republic), ως έννομης τάξης,  και αφετέρου  στη θρησκευτικότητα, ως  θρησκευτικής τάξης. Oι δυο αυτές έννοιες -που συνάμα αποτελούν ιστορικά φαινόμενα-  εξετάζονται ως προς τη συγκεκριμένη μορφή και περιεχόμενο που προσέλαβαν μετά την επικράτηση της Ισλαμικής επανάστασης στη χώρα σας, στο Ιράν.

Η τοποθέτηση των εννοιών της Δημοκρατικής Πολιτείας (Republic) και του Ισλαμισμού στον πυρήνα άλλοτε ενός αφηρημένου κι’ άλλοτε  ενός συγκεκριμένου (του Ιρανικού στη προκείμενη περίπτωση)  κοινωνικού παραδείγματος  και, εν συνεχεία,  η προσπάθεια  εξέτασης της μεταξύ τους συμβατότητας (compatibility)  ή αντίθεσης (contradiction)  αποτέλεσε τα τελευταία χρόνια έναν κοινό τόπο πολιτικο-ιδεολογικών συζητήσεων και αντιπαραθέσεων.

Από αυτές τις συζητήσεις,  εκείνες που  οριοθετούνται  στους κόλπους της δυτικής διαννόησης διεξάγονται με κίνητρα άλλοτε ιδιοτελή, υπηρετώντας (όπως προείπαμε) συγκεκριμένες πολιτικο-ιδεολογικές στοχεύσεις, άλλοτε ανιδιοτελή, επηρεαζόμενες  όμως από δυτικά θεωρητικά στερεότυπα.  Και στις δυο αυτές περιπτώσεις έχουμε συνήθως να κάνουμε με περιορισμένου βάθους αναλύσεις.

Εκείνες  όμως οι συζητήσεις  ή  αντιπαραθέσεις που δεν  οριοθετούνται, εκ προοιμίου, από  στερεότυπα  είτε της  μοντερνικότητας (δυτική νεωτερικότητα) είτε του δογματικού  Ισλάμ, αλλά  εδράζονται στην θεωρητική και πρακτική εμπειρία ενός συγκεκριμένου κοινωνικού σχηματισμού σε μια συγκεκριμένη ιστορική πραγματικότητα, σε μια χώρα, αποδεικνύονται περισσότερο παραγωγικές και ωφέλιμες.

Στο μεθοδολογικό επίπεδο,  το πιο διαδεδομένο πεδίο θεωρητικής διερεύνησης φαίνεται να είναι αυτό των εννοιολογικών προσεγγίσεων, υποστηριζόμενο άλλοτε από νομικο-δικαιακά ερμηνευτικά σχήματα, άλλοτε  από ερμηνευτικά σχήματα τυπικής λογικής. Αυτού του τύπου οι μεθοδολογικές προσεγγίσεις απολαμβάνουν μια προνομιακά ευνοϊκή χρησιμοποίηση από τους δυτικούς ερευνητές, γεγονός πολύ κατανοητό καθώς τους επιτρέπει να ισχυρίζονται (και πολλοί από αυτούς να πιστεύουν),  ότι το παράδειγμα της νεωτερικότητας, που θέτει στο κέντρο του την «άμεση έκφραση της γενικής βούλησης του λαού» οριοθετεί απόλυτα –και ενδεχόμενα «πραστατεύει»- το σύγχρονο  κοσμικό κράτος   από την επικυριαρχία της θρησκευτικής τάξης. Μ’ αυτό τον τρόπο διαχωρίζουν τη  σφαίρα της πολιτικής από τον θρησκευτικό νόμο, κι έτσι αποφαίνονται ότι η Δημοκρατική Πολιτεία (Republic) και ο Ισλαμικός νόμος, ως  υπεράνω της γενικής βούλησης του λαού υπερβατικός νόμος,  αλληλοαποκλείονται.

Πράγματι, σε μια πρώτη ανάγνωση, υπάρχει μια φαινομενική αντίθεση μεταξύ των δύο αυτών εννοιών, όπως άλλωστε φαίνεται να υπάρχουν εγγενείς   αντιθέσεις μέσα στην ίδια την έννοια της νεωτερικότητας και μέσα σε αυτήν της θρησκευτικότητας. Τούτο   προκύπτει κι από τις εσωτερικές διαφορές και αντιπαραθέσεις τόσο  των περισσότερων νεωτερικών ρευμάτων όσο και  των μονοθεϊστικών δογμάτων. Συνεπώς, είναι αναμενόμενο να υπάρχουν προσεγγίσεις που αποδέχονται την ύπαρξη  πραγματικής θεμελιακής αντίθεσης μεταξύ αυτών των εννοιών.

Όμως, η  διεξαγωγή της συζήτησης εντός αυτού και μόνου του πεδίου και μέσω αυτής της καθαρά εννοιολογικής και τυπικά λογικής μεθοδολογικής προσέγγισης, αν και κατορθώνει να συμπαρασύρει ακόμη και ερευνητές που δεν αποδέχονται τον αμοιβαίο αποκλεισμό Δημοκρατικής Πολιτείας (R..) και Ισλαμικής θρησκευτικής τάξης, πάσχει πολύ σοβαρά στη θεμελίωσή  της.

——————

Αν και η παρούσα ομιλία δεν επιτρέπει την σφαιρική ανάπτυξη του σημαντικού αυτού θέματος είναι σκόπιμο να τεθούν μερικά ερωτήματα, διαχωρισμένα σε δυο κατηγορίες, πρώτης και δεύτερης ανάγνωσης:

Ένα ερώτημα της  πρώτης κατηγορίας θα μπορούσε να είναι:

Παραμένοντας στην εννοιολογική και τυπικά λογική προσέγγιση του ζητήματος,  θα  μπορούσαν άραγε οι πιο πάνω ερευνητές  ν’ απαντήσουν  στο ερώτημα περί  συμβατότητας ή ασυμβατότητας σε  άλλα, δυτικά, πολιτικο-ιδεολογικά μορφώματα, όπως αυτό της Χριστιανικής Δημοκρατίας   ή της Κοινοβουλευτικής Μοναρχίας, που είναι αποδεκτά και  λειτουργούν χωρίς ενδοσυστημικές τριβές στα πλαίσια των Δυτικών Δημοκρατικών συστημάτων  (Republics); Γνωρίζουμε βέβαια ότι ενώ πολλοί υποστηρίζουν, στο Δυτικό κόσμο, την εννοιολογική ασυμβατότητα μεταξύ Δημοκρατίας (Republic) και Ισλάμ, πολύ λιγότεροι υποστηρίζουν την ύπαρξη ριζικής ασυμβατότητας μεταξύ Δημοκρατίας  και χριστιανικής θρησκείας ή Δημοκρατίας και ευρωπαϊκής μοναρχίας.

Μερικά ερωτήματα  της  δεύτερης  και κατά τη γνώμη μας πιο περιεκτικής  κατηγορίας θα μπορούσαν να είναι:

– Πως  αφαιρείται  η  εξωτερικεύεται η θρησκευτικότητα, σ’ έναν ιστορικά προσδιορισμένο κοινωνικό  σχηματισμό, από τη   γενική λαϊκή βούληση;

– Πως αποκλείεται η δυνατότητα ενδογενοποίησης (endogeneisation)  της θρησκευτικής τάξης στη γενική λαϊκή βούληση και πως, στην συνέχεια,  αποκλείεται  η ενδογενοποίηση της θρησκευτικής τάξης ,ως συστατικού πλέον της γενικής λαϊκής βούλησης,  στο νόημα (η στο περιεχόμενο) μιας ορισμένης  Δημοκρατικής Πολιτείας;

– Υπάρχει  συνεπώς  ασυμβατότητα σύγχρονης Δημοκρατικής Πολιτείας και αξιακού  η ηθικού συστήματος; Ή, κατ’ επέκταση, υπάρχει ασυμβατότητα μεταξύ μιας διαδικασίας έκφρασης –γιατί περί διαδικασίας έκφρασης και αντιπροσώπευσης,  τελικά και  στην πράξη, πρόκειται- της  «άμεσης γενικής λαϊκής βούλησης» και  ενός αξιακού  η ηθικού συστήματος;

– Είναι, μήπως, η όποια συμβατότητα, όταν διαπιστώνεται,  μόνο συγκυριακή, αφορά  δηλαδή  μόνο κάποιες, απολύτως πεπερασμένες,  ιστορικοκοινωνικές μορφές και δεν αίρει τον δομικό και ουσιαστικό χαρακτήρα της απόλυτης –όπως πολλοί ισχυρίζονται- ασυμβατότητας Δημοκρατικής Πολιτείας  και αξιακού  η ηθικού συστήματος;

– Πως εξηγείται ακόμη ότι η  σύγχρονη Δημοκρατική Πολιτεία  εμφανίστηκε  περίπου ταυτόχρονα αλλά και νοηματοδοτήθηκε, νομιμοποιήθηκε και υπερκαθορίστηκε από τα αξιακά και ηθικά προτάγματα της Γαλλικής Επανάστασης (solidarité – egalité – liberté);

Και ένα τελευταίο, αλλά μάλλον το πιο κρίσιμο ερώτημα: Είναι άραγε καλύτερα τώρα που οι Δημοκρατικές Πολιτείες της νεωτερικότητας εγκαταλείπουν τα αξιακά και ηθικά προτάγματα της Γαλλικής Επανάστασης, παύουν να υπάγουν τη λειτουργία τους στα συλλογικά ανθρώπινα δικαιώματα, απαρνούνται αυτό που ονόμαζαν «δικαιακό τους πολιτισμό», εφαρμόζουν ιδιαίτερα από το 2001 και μετά σκληρούς έκτακτους νόμους που παραβιάζουν αρχές και ηθικές αξίες του δημοκρατικού πολιτεύματος και αντιπαραθέτουν σ’ όλα αυτά  την αόριστη πανάκεια των ατομικών ανθρώπινων  δικαιωμάτων και την ελευθερία της οικονομικής Αγοράς;

Σε σχέση με τα παραπάνω ερωτήματα εμείς θεωρούμε ότι τα κοινωνικά και πολιτικά συμπεράσματα που προκύπτουν από παρόμοιες προσεγγίσεις είναι   πολύ περιορισμένα και φτωχά. Αντίθετα, πιστεύουμε ότι εάν οι προσεγγίσεις αυτές βγουν από την αυτοαναφορικότητά τους και εγγραφούν σε ένα συγκεκριμένο κοινωνικο-πολιτικό πλαίσιο, εσωτερικεύοντας παράλληλα ένα σύστημα κοινωνικών και ηθικών αξιών, είναι πιθανό οι φαινομενικά αντιφατικές και ασύμβατες πολιτειακές μορφές που αναφέραμε πιο πάνω να αποκτήσουν την ιστορική-πολιτισμική νομιμοποίησή τους.

Τέλος, καθώς ο χρόνος ομιλίας έχει εξαντληθεί,  να πούμε ότι εάν επιθυμούμε πράγματι να προχωρήσουμε περισσότερο στο θέμα  Ισλαμική Δημοκρατία (Islamic Republic) και να επιδιώξουμε  μια δεύτερη ανάγνωση και  μια πιο βαθιά μελέτη που να οδηγεί την αντιπαράθεση των απόψεων  στον σκληρό –θεωρητικό και πρακτικό- πυρήνα της, θα πρέπει να εμβαθύνουμε το πλαίσιο της συζήτησης τόσο στο πολιτισμικό και θεολογικό της περιεχόμενο όσο και στις βασικές μεθοδολογικές της υποθέσεις.   Σε μια τέτοια βάση, το δίλημμα εάν έννοιες ή κρατικές μορφές που συνιστούν την ιδέα αλλά και την ουσία της Ισλαμικής Δημοκρατίας είναι συμβατές ή όχι θα παραπέμψει σε ερωτήματα που αφορούν την ιστορική, κοινωνική, πολιτισμική ή ηθική διάσταση των παραπάνω αναφερόμενων νοημάτων και προπαντός το πλαίσιο των συζητήσεων και αντιπαραθέσεων που ελλειπτικά μόλις περιγράψαμε.

Σχολιασμός

Πρέπει να συνδεθείτε για να παραθέσετε σχόλιο.

top
©2013 pissias.gr | made by vairin