top

Περί ανάπτυξης και παραγωγικής ανασυγκρότησης..

παραγωγική ανασυγκρότησηΗ πρωτόλεια πολιτική αντιπαράθεση που ξεκίνησε το 2010, επικεντρώνοντας στα γνωστά επιχειρήματα περί χρέους, δανειακών συμβάσεων και μνημονιακών δεσμεύσεων, ακόμη καλά κρατεί. Μια αντιπαράθεση χωρίς πραγματικό διακύβευμα, καθώς η μακρού κύματος δομική κρίση της ευρωπαϊκής οικονομίας1 δείχνει πως τα υπερεθνικά χρηματοπιστωτικά κέντρα δεν πρόκειται να δεχθούν καθαρές διαγραφές εξωτερικού χρέους και ουσιαστικές δανειακές διευκολύνσεις. Συνεπώς, ενδοτική ή επιθετική διαπραγμάτευση, ας το πάρουμε απόφαση, δεν πρόκειται να αλλάξει τα χρηματοοικονομικά δεδομένα κι’ η ανάκαμψη της οικονομίας δεν μπορεί στηριχτεί στην ψευδαίσθηση αλλαγής στάσης του εξωτερικού παράγοντα.

Την αλήθεια αυτή την γνωρίζουν σήμερα όσοι διαθέτουν στοιχειώδη νου, την διαισθάνονται, έστω, οι περισσότεροι πολίτες αυτής της χώρας. Αυτή είναι άλλωστε και η αιτία της απογοήτευσης που προκαλείται τόσο από την τρέχουσα τηλεοπτική κενολογία όσο και από τις ελάσσονες, όμως  κενές περιεχομένου, πρόσφατες  αναφορές περί  ανάπτυξης και παραγωγικής ανασυγκρότησης της χώρας.  Γι’ αυτό και προβάλλει όλο και πιο έντονα  το ερώτημα του σημερινού καθημερινού  ανθρώπου προς τους τηλεοπτικούς –κατ’ εξοχήν- εκπροσώπους του κυβερνητικού και αντιπολιτευτικού πολιτικού προσωπικού: «κουμπάρε –ή σύντροφε–­­ με ή χωρίς το μνημόνιο, με ή χωρίς κουρέματα του χρέους, καμιά λύση, κάνα σχέδιο, βλέπεις να υπάρχει;»

* * *

Η κυβερνητική πλευρά απαντά σε αυτό το ερώτημα, επαναφέροντας παλιές γνωστές «αναπτυξιακές» συνταγές, υποδεικνύοντας παράλληλα τέσσερις κατευθύνσεις: Η πρώτη αφορά στις ιδιωτικοποιήσεις και την «έτσι, χωρίς πρόγραμμα» συρρίκνωση του κράτους. Η δεύτερη επικεντρώνει στη δημοσιονομική διαχείριση και την αύξηση της ανταγωνιστικότητας μέσω της απορρύθμισης –έως και συντριβής– της αγοράς εργασίας. Η  τρίτη προσβλέπει στην εισροή ξένου κεφαλαίου ή στην επιστροφή τού –μονίμως παρεπιδημούντος σε ξένες τράπεζες και διεθνείς αγορές– ελληνικής ιδιοκτησίας κεφαλαίου. Τέλος, η τέταρτη, η πιο γνώριμη, στρέφεται στα μεγάλα δημόσια έργα εθνικής –υποτίθεται– υποδομής.

Οι κατευθύνσεις αυτές θα αποδειχθούν ωστόσο ελάχιστα παραγωγικές, καθώς στηρίζονται στη προσέλκυση επενδύσεων ευκαιρίας, κυρίως σε γη και ακίνητα (νησιά, Ελληνικό κ.ά.), σε υποθετικές προσόδους από την εκχώρηση δικαιωμάτων εκμετάλλευσης του ορυκτού πλούτου (προσδοκία ή χίμαιρα…), και στην αναθέρμανση, ποιου άλλου, του κορεσμένου τομέα των κατασκευών.

Η λύση, ή το σχέδιο, της κυβέρνησης εμπνέεται θεωρητικά από ένα μείγμα οικονομικού νεοφιλελευθερισμού με μια ισχυρή δόση εργολαβικού κεϋνσιανισμού που υπηρετεί κυρίως τους έξωθεν κερδοσκόπους και τις ευκαιριακές ή παραοικονομικές δραστηριότητες των πιο ανθεκτικών ή διαπλεκόμενων τμημάτων της γνώριμης για τον αεριτζιδισμό της εγχώριας επιχειρηματικής τάξης. Η αξιακή-ηθική, κοινωνική, περιβαλλοντική διάσταση της επαγγελλόμενης ανάπτυξης δεν φαίνεται καθόλου να την απασχολεί.

* * *

Τι αντιτάσσει άραγε σε αυτό το χρεοκοπημένο μοντέλο παρελθουσών δεκαετιών, η αντικυβερνητική-αντιμνημονιακή πλευρά;

Στην επικρατούσα, μετά την απόφαση του εκλογικού σώματος, πολιτική της έκφραση, η αντιπολίτευση, μέχρι στιγμής τουλάχιστον, δεν αποφασίζει να ιδεί  και να ειπεί την αλήθεια.  Γι’ αυτό και δεν απεμπλέκεται από την φρούδα ελπίδα  υπέρβασης της βαθειάς κρίσης με την βοήθεια κάποιου ξένου καλού Θεού,  την έλευση κάποιου καλού αγγελιοφόρου (υδρογονάνθρακες κ.λ.π.)  ή την εφαρμογή μιας κοινωνικά αναγκαίας –σήμερα όμως ελάχιστα εφικτής-  οικονομικής πολιτικής τύπου «αύξηση εισοδημάτων → αύξηση της ζήτησης → ανάπτυξη». Γι’ αυτό και  δεν προτείνει  κανένα συγκεκριμένο σχέδιο αλλά  ένα μάλλον αφηρημένο και απροσδιόριστο πολιτικό-οικονομικό υπόδειγμα που εξαντλείται σε μια ριζοσπαστική  αυτοαναφορικότητα και σ’ ένα αριστερής προδιάθεσης θολό και αμφίσημο περίγραμμα. Το υπόδειγμα αυτό μόνον ως προς κάποιες αρχικές, θεμελιώδεις υποθέσεις του μας είναι γνωστό και συνεπώς μόνο ως προς αυτές μπορεί να κριθεί.

Υπόθεση πρώτη: Το κεφάλαιο αποτελεί, όπως έλεγε και ο «προπάτορας» των σοσιαλιστικών πολιτικών υποδειγμάτων, κοινωνική σχέση.

Ποιές είναι όμως άραγε οι μορφές και τα περιεχόμενα που θα προσλάβει αυτή η κοινωνική σχέση σε ένα μεταβατικό αριστερό ή σοσιαλιστικού τύπου σχέδιο;

Υπόθεση δεύτερη: Το κεφάλαιο των λεγόμενων αγορών, σε αυτό το μεταβατικό σχέδιο, θα εξακολουθήσει, αν σωστά καταλάβαμε, να αποτελεί σημαντικό συντελεστή παραγωγής.

Αν όμως, στις πολιτικές συνθήκες που θα δημιουργηθούν με την ανάληψη της διακυβέρνησης από τη σημερινή αξιωματική αντιπολίτευση, πάψει να εισρέει κεφάλαιο από τις γνωστές εξωτερικές πηγές (όπου το αναζητά και η παρούσα κυβέρνηση), ποιες θα είναι οι νέες πηγές ανάβλυσής του; Θα υπάρξει άραγε ένας νέος κύκλος πρωταρχικής συσσώρευσης; Σε ποιους τομείς της πραγματικής-παραγωγικής οικονομίας θα ανοίξει ο κύκλος αυτός; Στον αγροτικό τομέα, στον μεταποιητικό-βιομηχανικό ή σε εκείνον των υπηρεσιών με επικέντρωση στον παλιό καλό τομέα: ήλιος-θάλασσα-φολκλόρ, ολίγες αρχαιότητες, συν μερικά παραλιακά μπίζνες σέντερ;

Υπόθεση τρίτη: Η υπαγωγή-υποταγή  της λογικής ενός αναγκαίου  συστήματος παραγωγής ανταλλακτικών αξιών στις προτεραιότητες ενός ικανού συστήματος παραγωγής αξιών χρήσης αποτελεί συνθήκη sine qua non για  ένα αριστερό κοινωνικό υπόδειγμα.

Μπορεί συνεπώς, η  διατήρηση ενός μοντέλου κατανάλωσης ανταλλακτικών αξιών που δεν αποτελούν ταυτόχρονα πραγματικές αξίες χρήσης, να αποτελέσει το σωστό αντίδοτο στην παρούσα δομική ύφεση;

Υπόθεση τέταρτη: Η παλιά σχέση, έρωτα και μίσους, κράτους-αγοράς, που κάποτε  αναλύθηκε σωστά (θεωρητικά..) αλλά στη συνέχεια πολύ συντηρητικά και κρατικιστικά ιδεολογικοποιήθηκε, μετέφερε την «καυτή πατάτα» στο σπίτι της πολυμορφικής Αριστεράς.

Να υποθέσει άραγε κανείς ότι αυτή η Αριστερά  δεν αντιλαμβάνεται τις πολύπλοκες μεταλλάξεις του μεταπολεμικού καπιταλισμού και εμμένει σ’ ένα αριστερό θεωρητικό υπόδειγμα που υποστηρίζει άκριτα τις  αναποτελεσματικές, αντιπαραγωγικές, αντικοινωνικές και ιδιοτελείς λειτουργίες του απαξιωμένου  κράτους;  Ότι δεν έχει  να προτείνει άλλη δημόσια λειτουργική μορφή που να αυξάνει την παραγωγικότητα και βελτιώνει την ποιότητα των δημόσιων υπηρεσιών και αγαθών;  Κι’ ας έγραφε κάποτε, πάλι ο προπάτορας: «οι δημόσιοι υπάλληλοι –διοικητικοί, δικαστικοί, εκπαιδευτικοί- πρέπει να είναι αιρετοί και ανακλητοί από τους πολίτες..» 2.

* * *

Εάν ξεκινήσει συνεπώς στη χώρα μας ένας νέος παραγωγικός κύκλος, χωρίς άρθρωση στον διεθνή καταμερισμό εργασίας, χωρίς τη δημιουργία και υποστήριξη κλάδων τεχνολογικής πυκνότητας, καινοτόμων εφαρμογών  και έντασης εξειδικευμένης εργασίας, χωρίς, παράλληλα, την σχετική απεξάρτηση αυτού του κύκλου από  την ανάγκη ισχυρών εξωτερικών  επενδυτικών  εισροών, θα μπορέσει άραγε η παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας να αποκτήσει τον οικονομικό-κοινωνικό της κορμό και τον κινητήρα της;

Βέβαια, η επιστήμη της βιομηχανικής οικονομίας, που απολήγει σε προτάσεις βιομηχανικής-μεταποιητικής πολιτικής, είναι ο δυσκολότερος οικονομικός κλάδος. Ένα επεξεργασμένο σχέδιο σύγχρονης βιομηχανικής επαναθεμελίωσης της παραγωγικά εκθεμελιωμένης χώρας απαιτεί ιδέες, μεθοδολογία, ευέλικτες διαδικασίες και εργαλεία εφαρμογής. Απαιτεί ταυτόχρονα δίκαια και βιώσιμα κοινωνικά συμβόλαια. Τα ίδια προβλήματα περίπου καλείται να αντιμετωπίσει κι ένα σχέδιο –οριζόντιας και κάθετης- ολοκληρωμένης αγροτικής αναδιάρθρωσης.

Όμως, και ιδού το πρόβλημα, η επίτευξη των παραπάνω στόχων δεν μπορεί να γίνει χωρίς ρήξεις και επανακαθορισμούς ως προς τις ευρωπαϊκές πολιτικές που εφαρμόστηκαν, όπως εφαρμόστηκαν, στα πιο πάνω παραγωγικά πεδία. Χωρίς περιορισμούς στην ελεύθερη κίνηση κεφαλαίων και προϊόντων. Χωρίς αντιμετώπιση των τεχνολογικών «εισιτηρίων εισόδου» και χωρίς προστασία, μέχρις ενηλικιώσεως,  των αναδυόμενων ευαίσθητων  παραγωγικών φωλεών. Χωρίς, προπαντός, σαφή μετατόπιση του κέντρου βάρους των εξωτερικών διεκδικήσεων-διαπραγματεύσεων  της χώρας (με την Ε.Ε. κυρίως) από τη χρηματοπιστωτική-δανειακή  σφαίρα στη σφαίρα υλοποίησης κατάλληλων  εθνικών οικονομικών πολιτικών. Χωρίς, τέλος, την συνειδητοποίηση ότι η  ανάδυση της πραγματικής οικονομίας  προϋποθέτει  ισχυρή  κοινωνική οργάνωση και αυτή με την σειρά της  ένα ευρύ πολιτικό μέτωπο. Μεγάλο όμως το έλλειμμα και εδώ.

Οι παραπάνω σκέψεις αποτελούν μια πρώτη κριτική προσέγγιση του αντιπολιτευτικού «προγραμματικού περιγράμματος», ως προς τις ίδιες τις αρχικές, θεμελιακές του υποθέσεις.

  1. Το 2012 ο τομέας των υπηρεσιών ανήλθε στο 73% του ΑEΠ της ευρωζώνης ενώ το προϊόν του βιομηχανικού τομέα σημείωσε πτώση ετήσια 3%.
  2. Κ. Μαρξ «Ο εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία», 1871

Σχολιασμός

Πρέπει να συνδεθείτε για να παραθέσετε σχόλιο.

top
©2013 pissias.gr | made by vairin