top

Νέες μορφές κοινωνικής και πολιτικής ενσωμάτωσης και νέες μορφές αντι-βίας

Ζητήματα ιδεολογίας και ζητήματα θεωρίας1

 

Το κείμενο της ομιλίας που ακολουθεί αποκτά πιο συγκεκριμένο και επίκαιρο  νόημα  όταν συνδέεται με  το γεγονός της ύπαρξης, ξανά στην Ελλάδα,  πολιτικών κρατούμενων που εκτίουν τις ανώτατες ποινές γιατί μετείχαν, η κατηγορούνται οτι μετείχαν, σε πολιτικές οργανώσεις ένοπλης αντι-βίας.. οργανώσεις που με τη δράση τους επιχείρησαν να εκφράσουν τις αντιστάσεις του ελληνικού λαού στις μεταπολιτευτικές κοινωνικές και πολιτικές διαδικασίες ενσωμάτωσης. Όσο αδύναμες κι’ αν ήταν αυτές οι αντιστάσεις, όσο κι’ αν η συγκεκριμένη δράση δεν μπόρεσε να τις εκφράσει και να δημιουργήσει ένα κάποιο ρήγμα μέσα σ’ αυτές τις νέου τύπου διαδικασίες ενσωμάτωσης. Άλλωστε, όπως  κι’ αν κριθεί η εμπειρία της ένοπλης δράσης στην Ελλάδα του ’70 και ύστερα, δεν υπήρξαν όλα αυτά τα χρόνια, από άλλα πολιτικά υποκείμενα, διαφορετικές  δράσεις ρήξης με το σύστημα που να μπορούν να διεκδικήσουν το «εύσημο» της θετικής κι επιτυχημένης πολιτικής εμπειρίας..

Τούτο το διήμερο τοποθετείται σ’ ένα ορισμένο πεδίο αναφοράς, το πεδίο της θεωρίας του μαρξισμού-λενινισμού και της πρακτικής των μαρξιστών-λενινιστών, είναι συνεπώς υποχρεωμένο, σε συνθήκες πολιτικής και ιδεολογικής κρίσης, να επαναθεμελιώσει ότι πρέπει και μπορεί να επαναθεμελιωθεί, να επαναναγνώσει ότι φαίνεται ότι πρέπει να επαναναγνωστεί κι’ ακόμη να επιχειρήσει τομές εκεί όπου η σύγχρονη πραγματικότητα, η κατανόηση της οποίας αποτελεί πρωταρχικό ζητούμενο, διέψευσε σχέδια και προσδοκίες.

Γράφοντας πιο πάνω για τη θεωρία και πρακτική του μαρξισμού-λενινισμού, όχι τυχαία, στοχεύουμε στην ανάδειξη μιας πρώτης διάκρισής του από το έργο του  Μαρξ και το έργο  του Λένιν.  Είτε το έργο τους κατανοείται ως μια υπό όρους και προϋποθέσεις (εννοιολογικές, αναλυτικές και ιστορικές) ενότητα, είτε ως δύο θεμελιώδη, όμως διακριτά, έργα του λίγο-πολύ ενιαίου επαναστατικού προτσές που εκτείνεται σε  κάτι λιγότερο από  έναν αιώνα (πριν το μισό του 19ου έως τη 3η δεκαετία του 20ου).  Πρόκειται για έργο που καλύπτει την περίοδο ανάπτυξης ενός ώριμου καπιταλισμού κι ενός πρώιμου ιμπεριαλισμού, της ανάδειξης του βιομηχανικού προλεταριάτου ως τάξης καθ’εαυτήν και δι’εαυτήν κι’ως ιστορικού υποκειμένου και της σοσιαλδημοκρατίας ως, επαναστατικής στην αρχή, αλλά στη  συνέχεια διχασμένης (σε επαναστατική και σε μεταρρυθμιστική) πολιτικής μορφής.

Ο μαρξισμός-λενινισμός, ως ιδεολογικό και πολιτικό ρεύμα,  με την φορτισμένη σημειολογία της γνωστής… παύλας ανάμεσα σε δυο  -ισμούς (Μ-Λ), αποτελεί ένα νέο εγχείρημα που ως ιδεολογικό ρεύμα επιχειρεί να συνενώσει με το δικό του τρόπο το έργο του  Μαρξ και το έργο  του Λένιν σε μια και μοναδική επαναστατική θεωρία. Το αποτέλεσμα του εγχειρήματος δεν ήταν ωστόσο η δημιουργία μιας καλής επαναστατικής θεωρίας αλλά μιας σχετικά αδύναμης (ως προς τα προβλήματα που έπρεπε να δώσει λύσεις) θεωρίας που καθορίστηκε (και περιορίστηκε) από την λογική του ιδεολογικού, πολιτικού, οργανωτικού και καθοδηγητικού κέντρου (στα κρίσιμα ζητήματα). Με άλλα χαρακτηριστικά την εποχή του «σοσιαλισμού σε μια μόνη χώρα» (δεκαετίες ’20 – ’40, βλ. το τότε κλασσικό κείμενο «Ζητήματα Μαρξισμού-Λενινισμού» του Ι. Στάλιν) και άλλα την εποχή του παγκόσμιου, όμως σύντομα διασπασμένου, κομμουνιστικού κινήματος (δεκαετίες ’50 – ’70), ενσωματώνει, ώσπου κυριεύεται από αυτήν, τόσο την πολιτική λογική όσο και (προπαντός) την πολιτική ηγεμονία του σοσιαλιστικού κράτους. Το θεωρητικό έργο του Μαρξ και του Λένιν από θεωρία γίνεται ιδεολογία, ενίοτε ιδεοληψία, κωδικοποιείται και υποβαθμίζεται σε απλό άθροισμα θεωρημάτων. Η πράξη τους,  υποβαθμίζεται κι’ αυτή σε ανιστόρητο άθροισμα υποδειγματικών υποτίθεται  γεγονότων, εργαλειοποιείται και χρησιμοποιείται ad hoc σε πολιτικές εφαρμογές. Στις δεκαετίες του ’80 και ’90 συντελείται η ραγδαία απαξίωση της Μ-Λ θεωρίας και η πτώση των  Μ-Λ κομμάτων και οργανώσεων. Απαξίωση που συντελείται παρά το γεγονός ότι το έργο του  Μαρξ (κυρίως) και το έργο  του Λένιν αντιστέκονται στη φθορά που του  προκάλεσαν πολύ λιγότερο οι δεδηλωμένοι αντίπαλοί του και πολύ περισσότερο οι δεδηλωμένοι υποστηριχτές του…

Αν όμως η πρώτη περίοδος είναι κάπως εξηγήσιμη, καθώς τότε (απ’ το ΚΚΣΕ) υποστηρίζεται  ότι ο  «σοσιαλισμός σε μια μόνη χώρα» απαιτεί θεωρητική και ιδεολογική μονολιθικότητα (καθοριστικό, όπως αποδείχθηκε μακροπρόθεσμα, λάθος παρά το γεγονός ότι απέφερε –βραχυπρόθεσμα έστω- μεγάλα αποτελέσματα), η δεύτερη περίοδος δεν διαθέτει ελαφρυντικά. Πολύ περισσότερο που τότε δεν υπάρχει πια, σ’ ότι αφορά την  θεωρία, ο εξαναγκασμός έως και η βίαιη αντιμετώπιση κάθε μη αποδεκτής και νομιμοποιημένης απ’ το καθοδηγητικό κέντρο θεωρητικής ανάλυσης και, σ’ ότι αφορά την πράξη, δεν καταδικάζεται ούτε υπονομεύεται ο κάθε ετερόδοξος πολιτικός  πειραματισμός (Δεν ασκείται πολεμική απ’ το Κ.Κ.Κ. ενάντια π.χ. στον Τσε Γκεβάρα ή στον Μαριγκέλα κι’ ας διαφέρει σημαντικά ο «λαϊκός πόλεμος» απ’ τις διάφορες μορφές του αντάρτικου στην Λ. Αμερική,  κ.α.).

Τι είναι συνεπώς αυτό που οδήγησε στη βαθιά θεωρητική και ιδεολογική κρίση?  Σε μεγάλο βαθμό η απάντηση πρέπει ν’ αναζητηθεί στο γεγονός ότι η «μεγάλη σκιά», η βαριά παράδοση, η πολιτική κουλτούρα, όλα όσα πιο πάνω περιγράφονται για την πρώτη περίοδο  (δεκαετίες ’20 – ’40), είχαν ήδη διαμορφώσει τα στελέχη που πήραν πάνω τους  την ευθύνη των τοπικών διασπάσεων (απ’ τα  Κ.Κ. που έμειναν στη τροχιά του Κ.Κ.Σ.Ε)  και τη δημιουργία, στη δεκαετία του ’60, νέων κομμουνιστικών Μ-Λ οργανώσεων η κομμάτων.  Τα στελέχη αυτά, μπορεί να διέθεταν  υψηλό επίπεδο αγωνιστικότητας, ανθεκτικό χαρακτήρα και εξαιρετικές ικανότητες  στη διεξαγωγή της ταξικής πάλης αλλά, ταυτόχρονα, είχαν οριοθετημένες δυνατότητες αυτοδύναμης παραγωγής θεωρητικού έργου και νοοτροπία εξάρτησης απ’ αυτό που θεωρούσαν  καλό και επαναστατικό καθοδηγητικό κέντρο. Εγκαταλείποντας συνεπώς το παλιό καθοδηγητικό κέντρο, το Κ.Κ.Σ.Ε., και απορρίπτοντας τον αναθεωρητισμό και τη παγκόσμια στρατηγική του, προσέγγισαν το Κ. Κ. Κίνας και το Κ.Ε. Αλβανίας κι’ ακολούθησαν, με το γνωστό «παλιό-καλό» τρόπο, τη θεωρητική τους επεξεργασία και στρατηγική.

Έτσι, ούτε ο Μαρξ, ο Λένιν, ο  Μάο ούτε οι  Λούξεμπουργκ, Λούκατς, Τρότσκι, Μπουχάριν, κ.α. ούτε, γιατί όχι,  οι θεωρητικοί της αναρχικής παράδοσης, δεν αντιμετωπίστηκαν ως δεξαμενές σκέψης, ως αναλυτικές μεθοδολογίες κι’ ως συγκεκριμένες σε χρόνο και τόπο εμπειρίες, αλλά ταξινομήθηκαν οι μεν πρώτοι ως χρήσιμα-θεοποιημένα, κι’ οι υπόλοιποι είτε ως άχρηστα-αδιάφορα είτε ως εχθρικά-δαιμονοποιημένα πολιτικά εργαλεία. Ούτε λόγος φυσικά για άντληση ιδεών η μεθόδων σε προ-Μαρξ η εκτός-Μαρξ πηγές του 19ου αιώνα, όπως  στον Χέγκελ (η μελέτη του οποίου φαίνεται πως… «έκλεισε» από τον Μαρξ αλλά και από τον Λένιν στα υποδειγματικά του  διαβάσματα στα  «φιλοσοφικά τετράδια»), στον Σπινόζα, στον Νίτσε, στον Φρόϋντ κλπ. (κι’ ας διάβαζε ο Μάο προσεκτικά τον  Κομφούκιο…). Πολύ λιγότερο ενδιέφεραν οι νεότερες (τέλος 19ου αρχές 20ου αιώνα), εκτός κομμουνιστικής πολιτικής κουλτούρας θεωρίες, βλέπε Βέμπερ, εξαιρετικά σημαντικός για μια βαθύτερη κατανόηση του υποκειμένου και του νοήματος  της  δράσης του ή, ακόμη, Κέϋνς, για μια καλύτερη κατανόηση των δυνατοτήτων μεταμόρφωσης, αναδιάρθρωσης και εξέλιξης του καπιταλισμού, της ανθεκτικότητάς του στις κρίσεις και στις επιστημονικές-τεχνολογικές  μεταλλαγές (βλ. συνεισφορά Σχολής της Ρύθμισης ). Ήταν φυσικό επακόλουθο συνεπώς ν’ απολεστούν πολύτιμα εφόδια για μια ουσιαστική προσέγγιση, τόσο του φιλοσοφικού, ιδεολογικού και κοινωνικού υπόβαθρου του με δύναμη επανεμφανιζόμενου (λίγο αργότερα, δεκαετία του ’60)  βολονταρισμού όσο  και του κοινωνικο-οικονομικού υπόβαθρου της ρεφορμιστικής σοσιαλδημοκρατίας, παλιάς και νέας.

Αυτά, πολύ συνοπτικά, μάλλον ενδεικτικά, τόσο για τις κοινής κατεύθυνσης όσο  και για τις αντίθετης κατεύθυνσης, όμως «παράπλευρες», πολιτικές και κοινωνικές θεωρίες της πρώτης περιόδου (και τα  σχετικά μ’ αυτές ιδεολογικά ρεύματα). Σ’ ότι αφορά τις πολιτικές και κοινωνικές θεωρίες, καθώς και τα  σχετικά μ’ αυτές ιδεολογικά ρεύματα  της δεύτερης  περιόδου,  όλα γίνονται πιο δύσκολα.  Η παγκόσμια πραγματικότητα αλλάζει ριζικά.. Τις προγενέστερες μορφές οργάνωσης του καπιταλισμού του πρώτου μισού του αιώνα, στην οικονομική του βάση και στο  εποικοδόμημα, διαδέχονται άλλες και άλλες…, το κράτος, ως μηχανισμός καταστολής και ως ιδεολογικός μηχανισμός και μηχανισμός κοινωνικής και πολιτικής ενσωμάτωσης, συνεχώς αλλάζει. Είναι φυσικό συνεπώς τα κοινωνικά και πολιτικά υποκείμενα, οι στρατηγικές και οι ταχτικές, οι μορφές και τα μέσα πάλης, ν’ αναζητούν τον επαναπροσδιορισμό τους.

Με την ανάδυση, στα μέσα της δεκαετίας του ’70, μιας νέας ιστορικής συγκυρίας που χαρακτηρίζεται απ’ την επικράτηση ενός νέου παραγωγικού-τεχνολογικού παραδείγματος, οι μεγάλες βιομηχανικές μονάδες κομματιάζονται και οργανώνονται σε επιχειρησιακά δίκτυα, ο παραγωγικός ιστός αναδιατάσσεται γεωγραφικά (αποβιομηχάνιση στον «βορρά», εκβιομηχάνιση στον ασιατικό, κυρίως, νότο), αλλάζουν ριζικά  οι νόρμες παραγωγής και κατανάλωσης. Με την επικράτηση του νεοφιλελεύθερου μοντέλου χρηματιστήριο και χρηματαγορές κυριάρχησαν, το κράτος-πρόνοια συρρικνώνεται, τα δημόσια αγαθά ιδιωτικοποιούνται, το ίδιο και  τα εκπαιδευτικά συστήματα που ενώ επεκτείνονται αλλάζουν ριζικά σε μορφή και ουσία, οι εργασιακές σχέσεις μετασχηματίζονται σε μικροκλίμακα και μακροκλίμακα, άλλαξε η φυσιογνωμία και η  τοπολογία των συνδικάτων, άλλαξαν οι πόλεις και η ύπαιθρος, άλλαξαν οι κοινωνικές κι’ ανθρώπινες σχέσεις,… ατομικισμός, ανασφάλεια, φόβος, απομόνωση, διάψευση, περιθώριο….. Σ’ αυτή την οπωσδήποτε ελλιπή  εικόνα αντιπαραβάλλεται μια άλλη εικόνα, ίσως το ίδιο ελλιπής: Νέες πολιτισμικές στάσεις και συμπεριφορές, αμφισβήτηση, εξεγέρσεις των μαύρων και αντιπολεμικό κίνημα στις ΗΠΑ, Μάης του ’68, εξάπλωση της αμφισβήτησης, αντιπολεμικό-αντιιμπεριαλιστικό κίνημα (πόλεμος Βιετνάμ), κίνημα ενάντια στα πυρηνικά, «άγριες» απεργίες (Γερμανία 70-74), κινήματα και οργανώσεις ένοπλης πολιτικής βίας (Ιρλανδία, Ισπανία και Γερμανία, Ιταλία, Γαλλία, Βέλγιο, Ελλάδα), πολύμορφα κινήματα μη ένοπλης κοινωνικής βίας (Γερμανία στις δεκαετίες ’70, ‘80, Ιταλία την δεκαετία του ’70), ύφεση (’85-’95), ανάκαμψη και δημιουργία ενός σημαντικού  κινήματος ενάντια στη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση (Σηάτλ, Γένοβα, Φλωρεντία, αντιπολεμικές κινητοποιήσεις…).

H αναλυτική εμπειρική παράσταση, ύστερα από διαδοχικές αναγνώσεις (περίπου ανά δεκαετία, αρχίζοντας απ’ τα τέλη του ’60), της νεότερης οικονομικής, κοινωνικής, πολιτικής, πολιτισμικής πραγματικότητας του οικονομικά αναπτυγμένου κόσμου, πολύ δε περισσότερο, του οικονομικά «αναπτυσσομένου» κόσμου, παρουσιάζει τις ίδιες δυσκολίες με την αναλυτική θεωρητική αναπαράστασή της. Ειδικότερα, σ’ ότι αφορά τις νέες υποκειμενικότητες, η κατανόηση τους προϋποθέτει τρία επίπεδα γνώσης. Το πρώτο, περιέχει τις εικόνες που σχηματίζουν για τον εαυτό τους, τις μικροϊδεολογίες τους, τη γενική ιδέα και στάση τους απέναντι στην πολιτική, το δεύτερο, τις  κοινωνικοπολιτικές τους συμπεριφορές, το τρίτο,  τα νοήματα, τους   τρόπους και μορφές της πολιτικής και αντί-πολιτικής τους δράσης. Στα τρία αυτά επίπεδα η προσπάθεια που καταβλήθηκε και η  γνώση που αποκτήθηκε είναι εξαιρετικά άνιση. Το Μ-Λ ιδεολογικό ρεύμα που αναδύεται μέσα από τη ρήξη ΚΚΣΕ και ΚΚΚ, ΚΕΑ στις αρχές του ’60, συγκροτείται στις θεωρητικές βάσεις του αντίστοιχου ρεύματος της περιόδου ’20 – ’40 με μια και μοναδική προσθήκη, το θεωρητικό έργο του Μάο και τις εμπειρίες της κινέζικης επανάστασης (μέχρι την επικράτηση το 1949  και την μετέπειτα πολιτιστική επανάσταση).

Όμως, κι’ αυτή, η προσφερόμενη από το Μ-Λ κίνημα στον «δυτικό μαρξισμό» σκέψη του Μάο, μόνο σαν σκέψη δεν κατανοήθηκε, πρώτα-πρώτα απ’ τους ίδιους τους μαρξιστές-λενινιστές και τα «εκατό λουλούδια» και οι «εκατό σχολές» που αυτός επαγγέλθηκε, ζητώντας «να συναγωνίζονται»,  ούτε υπήρξαν ποτέ, ούτε ενθαρρύνθηκε η ύπαρξή τους. Η σημαντική συνεισφορά του κωδικοποιήθηκε κι’ αυτή, για να συναρθρωθεί στην συνέχεια ακατάληπτα και αβασάνιστα, στον ήδη κωδικοποιημένο και απονευρωμένο  μαρξισμό-λενινισμό του μεσοπολέμου. Αυτόν που σε προσεκτικά διατηρημένη καθαρή μορφή, εξακολουθούσαν να θεωρούν ιδεολογικό και πολιτικό-αναλυτικό τους θεμέλιο.   Ο «αιρετικός»  και πρωτότυπος Μάο της νικηφόρας κινέζικης επανάστασης και της απόπειρας μιας νέου τύπου σοσιαλιστικής οικοδόμησης ηττήθηκε όχι μόνο στην εσωτερική (στη χώρα του) πάλη των τάξεων αλλά και στην εξωτερική (κυρίως ευρωπαϊκή) θεωρητική-ιδεολογική και πολιτική του δοκιμασία.

Αν σκεφτεί ακόμη κανείς ότι ο Μάο δεν έγραψε η υπαγόρευσε κάτι για την ταξική πάλη στη… Γαλλία η στην Δανία η στην Ελλάδα την ευθύνη για την θεωρητική και πρακτική φτώχεια των κατά τόπο ή χώρα εξειδικεύσεων, ανεξάρτητα από καλές ενίοτε προθέσεις των αντίστοιχων Μ-Λ κινημάτων, φέρουν  κυρίως οι εγχώριοι μαρξισμοί-λενινισμοί και οι εγχώριοι μαρξιστές-λενινιστές. Ακόμη και η πολυσυζητημένη ανάλυσή του Μάο  (?) για τους τρεις κόσμους, πέρα απ’ το αν και σε ποιο βαθμό  είχε σωστό η λαθεμένο θεωρητικό πυρήνα, πέρα απ’ το αν και πόσο  κατανοήθηκε, το βέβαιο είναι ότι δεν επιβλήθηκε και δεν επηρέασε τις κινηματικές εξελίξεις τουλάχιστον στον ευρωπαϊκό χώρο. Τι μένει συνεπώς να σκεφτούμε?.. Ότι μάλλον, στη δεκαετία του ’60, όταν όλα τριγύρω αλλάζουνε ραγδαία και ριζικά παντού, για τη γενιά των μαρξιστών-λενινιστών που καλείται ν’ αντιμετωπίσει τη νέα πραγματικότητα, όπως λέει και το λαϊκό άσμα, όλα τα ίδια μένουν

Ποια ήταν όμως την ίδια περίοδο η συμβολή των κύριων ερμηνευτικών σχημάτων του ευρωπαϊκού μαρξισμού? Μια πρώτη απάντηση είναι ότι η συμβολή τους,  εκτός από άνιση, υπήρξε ανεπαρκής, κυρίως γιατί δεν κατόρθωσαν, ούτε στις καλύτερες στιγμές τους, να δώσουν αυτό που το κοινωνικό κίνημα είχε απόλυτη ανάγκη, δηλαδή, μια καλή γενική θεωρία (για την κατανόηση της νέας εποχής) που να καταλήγει σε μια καλή και αποτελεσματική πολιτική θεωρία, για έναν καλό σοσιαλισμό (ο «άλλος», ο υπαρκτός, έδειχνε ήδη το πρόσωπό του)…Καθώς στη συζήτησή μας, απ’ αυτό το τραπέζι, θα εκτεθούν ορισμένα ιδεολογικά ρεύματα και  κάποια  θ’ απουσιάσουν, πολύ συνοπτικά μπορούν να ειπωθούν τα εξής:

Υπάρχουν ερμηνευτικά σχήματα που στο «σκληρό» πυρήνα τους περιέχουν ριζικά αντιτιθέμενες γενικές κοινωνικές και πολιτικές θεωρίες και εύλογα παράγουν μη συγκρίσιμα πολιτικά συμπεράσματα. Στις περιπτώσεις αυτές η διχοτομία ορίζει απ’ τη μια τα ερμηνευτικά σχήματα που σκοπούν στη διατήρηση της θεμελιακής δομής και στην εξέλιξη παράγωγων δομών και μορφών του συστήματος που βρίσκονται σε κρίση και, απ’ την άλλη, αυτά που σκοπούν στη ριζική μεταβολή της θεμελιακής δομής. Υπάρχουν παράλληλα παλιά και νέα ερμηνευτικά σχήματα που, αν και στο «σκληρό» πυρήνα τους περιέχουν – ή αναφέρουν – (λίγο η πολύ) τις ίδιες γενικές θεωρίες, τα συμπεράσματά τους διαφέρουν πολύ, ενίοτε ριζικά, μεταξύ τους. Και εδώ οι διχοτομίες αφορούν δυο βασικές κατηγόριες ερμηνευτικών σχημάτων. Στα πρώτα ερμηνευτικά σχήματα (ευρωκομμουνισμός), η μεταβολή του συστήματος προσδοκάται, νοείται και σχεδιάζεται ως οικονομική, κοινωνική και πολιτική μεταρρύθμιση, αποκλείοντας τη βίαιη κοινωνική και πολιτική σύγκρουση. Στα δεύτερα (μαοϊσμός και τροτσκισμός,  γκεβαρισμός κ.α. λατινοαμερικανικά ρεύματα, κ.), η ριζική μεταβολή του συστήματος, ανεξάρτητα από προσδοκίες ή προθέσεις, συνάγεται ως η ολική ή μερική, παγκόσμια ή τοπική, συνεχής ή αναδυόμενη σε συγκεκριμένους ιστορικούς-πολιτικούς χρόνους, ακραία ή οριακά βίαιη κοινωνική και πολιτική σύγκρουση με το σύστημα. Ανάμεσα στα δύο, το γεωπολιτικό ερμηνευτικό σχήμα  των κομμάτων, κινημάτων ή οργανώσεων της σοβιετικής επιρροής, με προσδοκία για ευνοϊκή αλλαγή του διεθνούς συσχετισμού δυνάμεων που θα τα έφερνε πιο κοντά στην εξουσία χωρίς βίαιη σύγκρουση.

Τις προσδοκίες αυτές ενίσχυσε ο ραγδαία αυξανόμενος ρόλος της Σοβιετικής Ένωσης στις διεθνείς εξελίξεις (μέχρι και τη δεκαετία του ’70) και τις καταβαράθρωσε (στη δεκαετία του ’80) η κατάρρευσή της. Για το κοινωνικό και πολιτικό περιεχόμενο του επαγγελόμενου σοσιαλιστικού συστήματος, που αποτελούσε και το ιδεολογικό υπόβαθρο του κάθ’ ενός απ’ τα παραπάνω ερμηνευτικού σχήματος, σ’ αυτήν την ομιλία  δεν μπορεί να γίνει ιδιαίτερη αναφορά.

Πιο συγκεκριμένα, και σ’ ότι αφορά το θέμα της τωρινής  ομιλίας, δηλ την πολιτική αντι-βία, η διαφορά ανάμεσα σ’ αυτά τα ερμηνευτικά σχήματα είναι απλή αλλά και καθοριστική. Τα πρώτα θεωρούσαν τη μη βία υπέρτατη αρχή και εάν η κοινωνική και πολιτική ένταση, έναντι του συστήματος, την καθιστούσε επικείμενη, τότε έπρεπε η πολιτική σύγκρουση να  αναστέλλεται και το πολιτικό σχέδιο να αναθεωρείται. Τα δεύτερα θεωρούσαν την αλλαγή του συστήματος που παράγει τη καθεστωτική ή συστημική βία υπέρτατη αρχή και την αντι-βία  αναγκαιότητα . Το τρίτο  καιροσκοπούσε, εγκατέλειπε την ιδέα δημιουργίας εσωτερικών κινηματικών-επαναστατικών όρων  και συναρτούσε την θέση του με τις εξελίξεις στο πεδίο των διεθνών συσχετισμών (βλ. ισχύ «Σοβιετικού μπλόκ»)…

Οι πιο πάνω τρεις κατηγορίες ερμηνευτικών σχημάτων έδωσαν μέχρι σήμερα ένα μεγάλο αριθμό πολιτικών σχεδίων και διάφορους τύπους πολιτικών – οργανωτικών μορφών. Από αυτά τα  ερμηνευτικά σχήματα, εκείνα (δεύτερα στη πιο πάνω κατάταξη) που θεωρούσαν την δομική αλλαγή του συστήματος, άρα   και την επαναστατική αντι-βία, αναγκαιότητα, δημιούργησαν την δεκαετία του ’60 ένα ισχυρό ιδεολογικό ρεύμα. Το ρεύμα αυτό, που δημιουργήθηκε από τάσεις που αποσχίστηκαν από τα μεγάλα κομμουνιστικά κόμματα  της πρώτης μεταπολεμικής περιόδου και ήρθε σε ρήξη με τα ιδεολογικά ρεύματα του λεγόμενου ειρηνικού περάσματος στο σοσιαλισμό,  διατηρήθηκε ως τις αρχές της δεκαετίας του ’80 σ’ όλες τις περιοχές  τον πλανήτη και ως  τις αρχές της δεκαετίας του ’90 σε πολλές περιοχές του τρίτου κόσμου. Στηρίχθηκε στις θεωρητικές προτάσεις-ιδέες του Μάο για τον παρατεταμένο επαναστατικό πόλεμο και τού Τσε Γκεβάρα για τις εστίες του ανταρτοπόλεμου (φοκισμός). Παράλληλα επιδόθηκε σε μια επανανάγνωση της μέχρι το 1920 πολιτικής (κυρίως λενινιστικής) παράδοσης, συγχωνεύτηκε με άλλα ριζοσπαστικά  ρεύματα και πολιτικές πρακτικές (που αναφέρονταν στη σχολή της Φραγκφούρτης, σε θεωρητικές επεξεργασίες των Σαρτρ, Καστοριάδη, Φουκό, Αλτουσσέρ, κ.α.  ή επέστρεφαν στον πρώιμο Μαρξ…), επεξεργάστηκε (άλλοτε επιφανειακά κι’ άλλοτε σε ικανοποιητικό βάθος) νέα θεωρητικά και πρακτικά πρότυπα και επηρέασε αποφασιστικά τα συγκρουσιακά κινήματα της εποχής του. Το Μ-Λ κίνημα, δυστυχώς, αν και στο ξεκίνημά του συμπορεύτηκε μέσα σ’ αυτό το ρεύμα, στη συνέχεια περιθωριοποιήθηκε στον θεωρητικό του ερμητισμό και τον πολιτικό του  συντηρητισμό, όπως αυτός περιγράφτηκε πιο πάνω, με αποτέλεσμα η δράση  του στις περισσότερες χώρες ν’ αφήσει ελάχιστα ίχνη και μικρή κληρονομιά.

Η πολιτική θεωρία και πρακτική αυτού του ρεύματος αποτέλεσε ρήξη σε πολλά επίπεδα με κυρίαρχες αντιλήψεις της τριτοδιεθνικής περιόδου και αμφισβήτησε ριζικά το εξελικτικό σχήμα των μορφών πάλης.  Ένα σχήμα όπου  ζύμωση, προπαγάνδα, διαδήλωση, απεργία, γενική απεργία αποτελούν κυρίαρχες πρακτικές διακριτών σταδίων διατεταγμένων σε μια ποσοτική-χρονική αλληλουχία, μια σχεδόν γραμμική αλληλουχία δράσεων-γεγονότων  που ποιοτικά μετεξελίσσεται και κορυφώνεται σε ένοπλη προπαγάνδα, ένοπλες διαδηλώσεις και σε ένοπλη εξέγερση (ή επανάσταση)  τη στιγμή της καταληκτικής σύγκρουσης   με το καθεστώς. Ανεξάρτητα από τα αποτελέσματα των επαναστατικών πειραματισμών αυτού του ιδεολογικού ρεύματος, σ’ ότι αφορά τις μορφές πάλης, είναι βέβαιο ότι ο μετα-φορδικός καπιταλισμός και οι κοινωνικές και πολιτικές μορφές που ανέδειξε  στις αναπτυγμένες χώρες, όπως κι’ ο βάρβαρος προ-φορδικός καπιταλισμός στις χώρες του τρίτου κόσμου και στις νέες χώρες όπου συντελέστηκε η καπιταλιστική παλινόρθωση, το θέμα της αντι-βίας και των μορφών που αυτή θα προσλάβει  υπερβαίνει τα παλιά στερεότυπα και  το κλασσικό δίλλημα: η βία είναι είτε μαζική επαναστατική είτε  ατομική αντεπαναστατική.

Τέλος, σ’ ότι αφορά τη  δεκαετία του ’90, αυτή  δεν θυμίζει, από πολλές απόψεις, τις προηγούμενες δεκαετίες. Πολλά έχουν αλλάξει, το πρόβλημα του προσδιορισμού και της κατανόησης των πολιτικών σχεδίων και των πολιτικών-οργανωτικών μορφών επανατίθεται με διαφορετικούς όρους που έχουν σχέση με τις νέες καταστάσεις στο πεδίο τόσο των συγκρούσεων όσο και της θεωρίας. Δημιουργούνται νέες καταστάσεις, νέες διαρθρώσεις, νέα φαινόμενα  κι όχι απλές εξελίξεις, καθώς η δεκαετία του ’90 συνιστά τομή που δεν εγγράφεται στην προηγούμενη περιοδολόγηση των συγκρούσεων. Οι καταστάσεις αυτές μετέβαλλαν πολλά απ’ τα παλιά δεδομένα, ώστε όχι μόνο τα νέα ένοπλα κινήματα, αλλά κι αυτά που δημιουργήθηκαν και διαμορφώθηκαν την προηγούμενη ιστορική περίοδο, να πρέπει να δουν ξανά τον εαυτό τους και να ειδωθούν μέσα από επανεπεξεργασμένα, πιο κατάλληλα, και σε ορισμένες περιπτώσεις  νέα, ερμηνευτικά σχήματα.

Η θεωρητική ανεπάρκεια και αδυναμία κατανόησης των περισσότερων  σημερινών συγκρούσεων δεν είναι άσχετη με την ένδεια κοινωνιολογικών, εθνολογικών, πολιτισμικών και προπαντός πολιτικών γνώσεων για χώρες και περιοχές που καλύπτουν περισσότερο από τα 3/4 του πλανήτη.  Σήμερα, αυτό που χτες ήταν συντηρητικό-αντιδραστικό έρχεται αντιμέτωπο με τη νέα τάξη πραγμάτων, με την ενιαία σκέψη, με τον κομφορμισμό μεγάλων τμημάτων πληθυσμού στις οικονομικά αναπτυγμένες χώρες, με την πλανητική βία του ηγεμόνα. Σήμερα, δυνάμεις που αναφέρονται στο Ισλάμ, όχι μόνο δεν περιορίζονται στην άρνηση-αντίθεση  αλλά διατυπώνουν έλλογες προτάσεις και παρεμβαίνουν σε ζητήματα εξορθολογισμού και ηθικής της κοινωνικής διαχείρισης. Παράλληλα εκδηλώνεται μια ορισμένη υποχώρηση του εθνοκεντρισμού, ιδεολογικός-θρησκευτικός διεθνισμός, συνάντηση τάσεων  του νεο-φονταμενταλισμού με τον αντιιμπεριαλισμό και τον τριτοκοσμισμό, φαινόμενα  που  δείχνουν ότι η πραγματικότητα έχει αλλάξει κι ότι η πολιτική θεωρία δε μπορεί να ανακυκλώνεται παραμένοντας ακίνητη.

 

Το πρόβλημα της επαναστατικής αλλαγής στον 21ο αιώνα, από δύσκολο έγινε δυσκολότερο, κι’ αν στόχος είναι να προχωρήσει κανείς πέρα από την πρώτη ανάγνωση των φαινομένων, πρέπει να αποσπαστεί από την όποια ιδεολογική γενεαλογία του και να επικαιροποιήσει το συνολικό επαναστατικό θεωρητικό έργο των δυο τελευταίων αιώνων φέρνοντάς αντιμέτωπο με τη σύγχρονη πραγματικότητα. Σ’ αυτό το θεωρητικό έργο η κοινωνική θεωρία του Μαρξ παραμένει η κεντρική θεωρητική αναφορά και διατηρεί τον πρώτο λόγο στον ανακαθορισμό της επαναστατικής θεωρίας μέσα στη σύγχρονη πραγματικότητα.

  1. Για μια πληρέστερη παρουσίαση του ζητήματος βλ.:  J. M.  Balencie, A. de la Grange, «ΕΞΕΓΕΡΜΕΝΟΙ ΚΟΣΜΟΙ», εκδ. Τυπωθητω – Δαρδανός, 2003, και για την εκτιθέμενη   στην παρούσα ομιλία προβληματική την «εισαγωγή» σελ. 9 – 46

Σχολιασμός

Πρέπει να συνδεθείτε για να παραθέσετε σχόλιο.

top
©2013 pissias.gr | made by vairin