top

Γιατί επαναστάτησε η Χομς;

Χομς, έλξη ανθρώπινης συμπάθειας και πρόσωπο ακαταμάχητο. Αδύνατο να της αντισταθεί κανείς. 

Αυτό είναι κάτι που έχει λεχθεί από τις κόρες και τους γιους αυτής της πόλης, κάτι βγαλμένο από τα ρητά και τις μνήμες τους, το οποίο και αποτυπώνουν η πεζογραφία και η ποίηση. Και είναι οι ίδιες αυτές κόρες, και αυτοί οι γιοί που φεύγουν, καθώς αναγκάζονται από τις περιστάσεις να την εγκαταλείψουν. Ωστόσο πέρα, από μακριά, η παρουσία της πόλης δεν σβήνει στις καρδιές τους, παρά τη κρατούν ζωντανή. Και αυτό τους επιτρέπει να τραγουδούν Χόμσι (- όποιου τραγουδιού ο χαρακτήρας είναι από τη Χομς) με το κάθε τι, συμπεριλαμβανομένων των έρημων πια λίθων της και των μαυρισμένων σπιτιών της.

Αυτή η “Χουμσίγια”, την οποία διέπει ένα πνεύμα αυτόνομο, σχεδόν πατριωτικό, χαρακτήριζε τους λαϊκούς και έξυπνους ανθρώπους της πόλης και τους έκανε έμπρακτα «φοιτητές» της γνώσης. Κάποτε, ο καθηγητής μου Αντούν Μαγκντίσι, τώρα εκλιπόν, μου αφηγήθηκε ευτράπελες ιστορίες για την περίοδο εκείνη την οποία πέρασε εκεί, στη Χομς, ως πρωτοδιοριζόμενος καθηγητής της φιλοσοφίας, πόσο ταραγμένος αρχικά ήταν και πόσο αμήχανα ένιωθε, πόσο βοηθήθηκε από τους διαλόγους του καφενείου Αρ-Ράουντα, από τις συζητήσεις, τα διαλεκτικά επιχειρήματα και τα «δύσκολα» πειράγματα των «πλατιά» μορφωμένων ανθρώπων αυτής της πόλης, πως πάνω στα βήματα των Οθμάτ του αποκαλύφθηκε η πρώτη φιλοσοφία, και πως έγινε Χουμσίαν (δηλ από τη Χομς) μετά από λίγους μήνες ύπαρξής του στην πόλη. Πως θα παρέμενε τέτοιος στο υπόλοιπο της ζωής του. Ο καθηγητής μου ήταν μεγάλος (διδάσκαλος). Είχε τη συνήθεια να αφηγείται ανέκδοτα,  χωρατά από τη Χομς (Χουμσίγια), τα οποία καλύπτονταν από ένα πνεύμα πατριωτικό και κοινοτικό, φωτεινό και αυθεντικό ως τέτοιο. Συνήθιζε να αφηγείται ιστορίες, κάποιες παιχνιδιάρικα και άλλες πάλι σοβαρά, όπως εκείνες για τις οικογένειες που διαμορφώθηκαν στα τέλη της δεκαετίας του 30, για τους κόσμους του Μεσοπολέμου, των πλούσιων πολιτικά. Ιστορίες αντιφατικές και αλληλοσυγκρουόμενες. Η πιο σημαντική εξ αυτών είχε να κάνει με τον οίκο(Αλ) των Ατασι: Από αυτή την οικογένεια / φυλή έχουν προκύψει εξέχοντες πολιτικοί, διανοούμενοι και τεχνοκράτες. Πιο σημαντικός όλων ήταν πιθανότατα ο μεγάλος εκλιπόν Τζαμάλ αλ-Aτασι ο οποίος και έπαιξε μεγάλο ρόλο στη διαμόρφωση της σύγχρονης συνείδησης των Σύρων. Ο Τζαμάλ ήταν ζεστός και δραστήριος άνθρωπος. Αρχικά ήταν φοιτητής της Ιατρικής σχολής, καθώς έπρεπε να γίνει για να μην τον εκδιώξουν οι Γάλλοι από τη Συρία. Έπειτα έπρεπε να αφήσει μερικές φορές τη Δαμασκό και να προσχωρήσει υπό τον Ρασίντ Άαλι Αλκιαλι στο Ιράκ, πριν επιστρέψει στη Δαμασκό για να ενταχθεί στην τότε νεοσυσταθείσα εθνοφρουρά της με το αξίωμα του νταρακι «χωροφύλακα». Έπειτα πήγε ως μαχητής στην Παλαιστίνη, σχεδόν ανυπεράσπιστος εναντίον των Σιωνιστών, πριν ενταχθεί στο κόμμα Μπάαθ και εφεύρει την γνωστή έκφραση/συνθηματική φόρμα «της μοναδικής αραβικής Ούμμα που φέρει μήνυμα διαχρονικό» η οποία αποδόθηκε στον Αφλάq. Κάποτε έγινε μαχητής, Νασερικός, ενωτικός και συνάμα ηγέτης της αντιπολίτευσης της δημοκρατικής Συρίας κατά του παρεκλίνοντος από τους αρχικούς ιστορικούς σκοπούς του Μπάαθ.  Έπειτα από μια περίοδο κατά την οποία τον επηρέασε ο μαρξισμός ενέδωσε σε μια υπαρξιστική στάση, ίδιον τότε μιας «ανθρωπολογίας» κοσμικής κοπής ή (αν θέλετε) τάσης που άγγιζαν με όλα εκείνα τα ζωντανά πράγματα, ευγενικής εμπνεύσεως, την ψυχή και την καρδιά: (άγγιζαν) την καρδιά και τη ψυχή με τον τρόπο που αγγίζουν το σώμα ενός ανθρώπου, μαζί και τον φίλο του Αντόν αλ-Μαγκντίσι από την χώρα της Μπαϊρουντ, χριστιανικών πεποιθήσεων.

Περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο, ο Τζαμάλ, μπορεί να διεκδικεί ως πρόσωπο το «πνεύμα» όλης της Συρίας. Και αυτό κατά τη διάρκεια μιας εποχής που ήταν ασύγκριτη σχετικά με άλλες, ως προς τον πλούτο και τη δυναμική της. Ήταν εποχή ανοιχτή, πολυεπίπεδη και μαχητική.

Το ενδιαφέρον του ήταν προοδευτικό και ανθρώπινο. Αν φιλοδοξεί να αποτιμήσει στο σύνολό του την «Αραβοσύνη» είναι γιατί η πολιτιστική και πολιτική του φύση θα πλεόναζε. Συμπεριλάμβανε κατά ένα πολύ μεγάλο μέρος μουσουλμάνους και φιλελεύθερους. Διέθετε μια ματιά μαγική, η οποία ανέπεμπε την ακτινοβολία της στην ύπαρξη όπως η τελευταία διαμορφώνοταν αίφνης την Τετάρτη, ημέρα εορτασμού της «Χουμσανία», μέσα από εκείνη την έξυπνη και διασκεδαστικά διαπερατή «μοναδικότητα» των ανθρώπων της.  Κριτικά σαρκαστικός απέναντι σε μια ευρεία γκάμα πραγμάτων, συμπεριλαμβανομένης και αυτής της ίδιας της «ψυχής της Χουμσανία», συνδιαλέγονταν έμπρακτα με μια πατριωτική ρίζα, φτιαγμένη από απόρθητη χριστιανική αρετή. Ήταν ήρωας της επανάστασης. Διετέλεσε υπεύθυνος τροφοδοσίας της Χομς τον καιρό της επανάστασης κατά της Γαλλικής Εντολής και πνευματικός της πατέρας με βλέμμα που αναπέμπει σε καταστάσεις «μυστικής μέθης». Χρημάτησε Πρόεδρος – κατά του γαλλικού χρηματικού πλεονάσματος – προκειμένου να επαναστατήσει η πόλη και όλα τα περίχωρα. Ήταν προστάτης όλων αυτών (των ανθρώπων), και σύμβουλός τους αναντικατάστατος. Ήταν αυτός που εξελέγη στη (/από τη) Χομς για να γίνει αντιπρόσωπός της, μεταλαμπαδεύοντας γνώση κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 50 στον οξύθυμο ηγέτη φίλο του Άκραμ Χουράνι ο οποίος θα γινόταν σύμβολο του κινήματος της αντι-φεουδαρχίας, σύμβολο κατά της κοινωνικής αδικίας και κατά μιας ελιτίστικης πολιτικής που παρέμενε πόρτα κλειστή μπροστά στους φτωχούς και τους βιοπαλαιστές στην πόλη και την ύπαιθρο.  Παρόλο ότι ήταν λαμπρός διανοούμενος και ικανός μεταφραστής παραμένει, μετά από χρόνια απουσίας, ένας άνθρωπος τον οποίο θυμούνται οι φίλοι του σήμερα, μαζί με τα ιδιαίτερα και πλούσια σε νόημα σχόλιά του, που δεν άφηναν τίποτα άλλο εκτός από την καταισχύνη που εκτίθεται μαζί με την αναλήθεια μπροστά στην απαίτηση. Αυτή η θύμιση αποτελεί διακριτικό γνώρισμα των τελευταίων χρόνων της ζωής του, περίοδος που τον πόνεσε πολύ αναφορικά με όλα όσα έπραξε η Μπααθική εξουσία κατά του Συριακού λαού, κατά των Παλαιστινίων, των Λιβανέζων και των Ιρακινών. Η γνώση του και ο πολιτισμός του, αυτό το πολύπλευρο ενδιαφέρον του για τα πράγματα, με κάνουν να πω ότι, συνιστούσαν και την μεγάλη ανάγκη (ως όρος δυνατότητας) η οποία τον διακατείχε την τελευταία περίοδο της ζωής του. Να πω πως πέθανε αγωνιώντας. Λίγο μετά από τον θάνατό του ο φίλος του Αλί αλ-Χεsh από το Μεσιάφ (Ισμαϊλίτικη πόλη της κεντρικής Συρίας) αποτιμά τα βήματά του. Ο Αλί  πέρασε μια μεγάλη περίοδο της νιότης του μέσα στην πείνα και την ένδεια ως «ημι-εθελοντής» εκπαιδευτικός που εργάζονταν σε σχολεία τα οποία ιδρύθηκαν από τον Ακράμ Χουράνι και το κόμμα του με απώτερο σκοπό την απελευθέρωση των χωρικών από τη φεουδαρχία. Οι τελευταίοι διεκδίκησαν την απελευθέρωση των παιδιών τους από την άγνοια και τον αναλφαβητισμό.

Αυτή η «Χομς», η οποία βρίσκεται μέσα σ’ ένα μεγάλο ρήγμα (άνοιγμα) της γης που επεκτείνεται μέχρι τη θάλασσα από την έρημο, κατοικείται περίπου από 2,3 εκατομμύρια ανθρώπους (μόνο μέσα στην πόλη της Χομς ζει ένα εκατομμύριο), οι οποίοι ζουν με «κάτι τι» προερχόμενο από τη βιομηχανία – των διυλιστηρίων και των εγκαταστάσεων «αζωτούχων» λιπασμάτων, των εργοστασίων Ζάχαρης και των εκκοκκιστηρίων βάμβακος –. Ζουν επίσης από τη γεωργία και το εμπόριο, όπως πάρα πολλοί εξ’ αυτών ζουν από την πολιτική, τον πολιτισμό (thaqafah), και την ιστορία (tarikh). Στο μέσο αυτής της Χομς, λοιπόν, όπου βρίσκεται το τζαμί του Seidi Khalid, ενός εκ των μεγαλυτέρων ηγετών της στρατιωτικής Αραβικής / Ισλαμικής ιστορίας.  στην οποία εισέβαλε ο Σαλμα χάριν «των δικών του παιδιών/του έθνους του», οι χριστιανοί κάτοικοί της, που ζούσαν ειρηνικά στα περίχωρα, εισέβαλαν στην πόλη από «τις πύλες που ήταν φορτωμένες με τα ονόματα των στενών δρόμων της» (αραβ. μεταφ.). Αυτή η Χομς κατηύνασε, έζησε αναπτυξιακά και «εν κοινωνία» για μεγάλο χρονικό διάστημα. Έπειτα η πόλη επεκτάθηκε κατά τα πρότυπα του τελευταίου «δόγματος» εκσυχρονισμού νεοφιλελεύθερης προέλευσης το οποίο  εκρίζωσε την «πνευματική» ειρηνική συνύπαρξη, υπονόμευσε τα συμφέροντα του λαού της, και «άγγιξε» τις ρίζες της συλλογικής και ατομικής του «υπόστασης». Το νέο «δόγμα» αντικατέστησε μέσα στους «μαχαλάδες» της, αμέσως και χωρίς περιστροφές, έναν ολόκληρο τρόπο ζωής, με εκείνο τον χυδαίο, εξωφρενικό και αυταρχικό τρόπο που χαρακτηρίζει τους καταναλωτές. Ήταν αντικατάσταση συνοδευόμενη από την ολοκληρωτική διαφθορά της καθημερινότητας, η οποία δεν είχε, ως τέτοια, προηγούμενο. Επικεφαλής της διαφθοράς ήταν ο Μουχάφιζ (διοικητής) της νεολαίας (σαμπ), άπειρος και με άφθονη ματαιοδοξία, που άκουγε στο όνομα Ιγιάντ Ghαζάλ. Πρόκειται για έναν φίλο του -τότε νέου- προέδρου της Συρίας Μπασάρ αλ-Άσαντ. Ο Μπασάρ τον τοποθέτησε σ’ αυτή τη θέση χάριν μιας εμπιστοσύνης παιδικής ηλικίας που του έτρεφε από το σχολείο. Του παρέδωσε το αξίωμα του πρόεδρου των μεταρυθμίσεων κάνοντάς τον Καίσαρα σε μια πόλη γεμάτη από χρόνια προβλήματα, με σκοπό να την μετατρέψει σε ένα μόρφωμα Συριακής εκδοχής του Ντουμπάι, ωστόσο, εις βάρος των απόρων του λαού της πόλης. Ο Ιγιάντ «έβαλε χέρι» σε ένα μεγάλο μέρος των γεωργικών γαιών της Χομς, αποφασίζοντας να χτίσει ιδιαίτερα πολυτελείς βίλες, και μάλιστα αμερικανικού «επιπέδου», στις οποίες δεν δύνατο να κατοικήσει βέβαια κανένας από τους συνήθεις Χομσι(-ανούς).  Εμπνευσμένες από τα Καταρι(-ανά) γεωμετρικά μοτίβα οι βίλες εξαπλώθηκαν, τότε, σε κάθε τόπο, καταστρέφοντας ένα πολύ σημαντικό μέρος της «Γαλάζιας ακτής», προκειμένου να αξιολογηθεί η τιμή κάθε βίλας σε κάτι που κυμαίνεται μεταξύ πέντε και είκοσι πέντε εκατομμύρια δολάρια, φυσικά Αμερικάνικα. Επακόλουθο ήταν η αυστηρή περίφραξη και απομόνωση όλων αυτών των εκτάσεων από την υπόλοιπη περιοχή, όπου και τοποθετήθηκαν ένοπλοι φρουροί. Σ’ αυτούς επετράπη η απόδοση επιβολής εξουσίας πάνω στους μόνιμους κατοίκους της περιοχής, με τη «σφραγίδα» τους να πέφτει ακόμα και πάνω στους περαστικούς.  Τούτοι είναι οι πρόγονοι των σημερινών φαντασμάτων που εκτόπισαν τον «παρείσακτο» λαό  ή τον απέλασαν πείθοντάς τον με καταπιεστικό τρόπο πως έγινε ξένος μέσα στο ίδιο του το σπίτι για όσο διάστημα η κυβέρνηση δήλωνε ότι αυτή η ίδια είναι η μοναδική του περιουσία και μόνο.

Ο διοικητής του μοντερνισμού απέλασε τον “σαν κατακάθι” και “άγριο” πληθυσμό (των περιχώρων της Χομς) από τη γη του, με τη βία, όταν ήταν αναγκαίο, και αρνήθηκε κάθε στιγμή να εισακούσει έστω τα «παράπονά» του που συσσωρεύονταν με τους μήνες και τα χρόνια. Κατ’ αυτό τον τρόπο πάρα πολλοί πολίτες της Χομς έγιναν σταδιακά είτε άστεγοι, είτε απειλούνταν με έλλειψη στέγης. Οι κάτοικοι μετετράπησαν σε «καταπιεσμένους» και επιρρεπείς σε «εκρήξεις». Και ο αριθμός αυτών των ανθρώπων αυξάνονταν σταθερά. Εν τω μεταξύ ο τρόπος κατανάλωσης του βουβού Οίκου (αλ-Αχρας),- μια οικογένεια «απαγορευμένη», του προέδρου Μπασάρ αλ-Άσαντ-, υπονόμευσε την ύπαρξη εισοδηματιών μικρής κλίμακας, τους εμπόρους και τους βιοπαλαιστές των Σουκ, αποδυναμώνοντας όλο και περισσότερο τις δραστηριότητές τους προς όφελος των μεγάλων καταστημάτων που φύτρωναν σαν μανιτάρια στις παρυφές της πόλης η οποία βυθίζονταν στο θυμό και την κατάπληξη. Τέτοιου είδους ήταν κατά τη συνέχεια και η παραβίαση στην καρδιά της παλιάς πόλης με αποτέλεσμα η τελευταία να «αναδιοργανωθεί» προς όφελος μιας χούφτας «εμπόρων κατοικίας», κερδοσκόπων της γης και της κατασκευής, όλων δηλαδή των εταίρων της εξουσίας, οι οποίοι θα ακολουθούσαν πιστά το «πρωτόκολλο επικαιροποίησης» του Αμπντουλάχ αλ-Νταρνταρι, το επονομαζόμενο «η οικονομία της αγοράς». Οι Σύριοι το αποκαλέσανε χλευαστικά «η οικονομία του κακού».  Αυτό  έριξε στα βαθιά τη «φύση» των μικρών εισοδηματιών, υπονόμευσε ευρείς και ποικίλους τομείς της παραγωγικής οικονομικής βάσης της Συρίας, και βύθισε τη χώρα στο οικονομικών σχέσεων φάσμα της άνισης κατανομής που πήρε τη μορφή οικονομικού ανοίγματος το οποίο δεν επωφελείται παρά μόνον από το εξωτερικό. Αυτό ώθησε πάρα πολλούς  βιομήχανους από το Χαλέπι να αποστείλουν το 2008 επιστολή στον Πρωθυπουργό Νάτζι αλ-‘Αταρι με την οποία απειλούσαν να κλείσουν τα εργοστάσιά τους, και «ρίχνοντας τους εργαζόμενους στο δρόμο» να στραφούν στα εισαγόμενα κινεζικά προϊόντα. Μαζί με άλλους ξένους και ντόπιους εμπόρους απείλησαν να εισάγουν στη Συρία μεγάλες ποσότητες ξένων αγαθών.

Λόγω αυτού του εκσυχρονισμού του κυβερνήτη εκδιώχθηκαν οι αγρότες από τη γη τους και υπονομεύθηκε στο σύνολό της η γεωργία.  Εν τω μεταξύ ο Ντάρνταρι σε επίσημες δηλώσεις του όταν τιμήθηκε από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης είπε: «Ο τομέας της γεωργίας δεν είναι οικονομικά ανεξάρτητος», αγνοώντας ότι το 40% του πληθυσμού της Συρίας ζει από αυτή. Δεν είναι λοιπόν περίεργο πως, εν μέσω ενός συνεδρίου της Ένωσης το 2008, « ο επίσημος και επί των πληροφοριών πρόεδρος της «Ένωσης των αγροτών» «εξερράγη». Απευθυνόμενος στον Πρόεδρο της Κυβέρνησης – τη στιγμή εκείνη ήταν ο Νάτζι αλ-‘Αταρι- είπε : «το κράτος αποφάσισε να εξαλείψει τους αγρότες». Δεν αποτελεί επίσης έκπληξη το γεγονός, ότι μέσα στο ίδιο συνέδριο ο εκπρόσωπος της επαρχίας της Λατάκειας φώναζε οργισμένος  μπροστά στο πρόσωπο του Πρωθυπουργού λέγοντας : «δεν υπάρχει πια γη για καλλιέργεια, δεν απέμεινε ίντσα, διώξατε τους αγρότες από τη γη τους, έχετε φέρει την τιμή ενός «Ντουναμ» σε κάτι μεταξύ δέκα και είκοσι εκατομμύρια Συριακές λίρες. Έχετε εξολοθρεύσει την ανάπτυξή μας, έχετε σκοτώσει τον αγρότη και την υπόθεση αυτή που λέγεται γεωργία, συνολικά».

Οι κάτοικοι της Χ0μς κατήγγειλαν και πίεσαν τους υπεύθυνους αξιωματούχους, ωστόσο, χωρίς αποτέλεσμα. Απευθύνθηκαν στο προεδρικό μέγαρο αλλά και εκεί δεν τους «άκουσε» κανένας, γιατί η μέθη του καταναλωτικού προτύπου είχε ήδη βυθίσει όλους εκείνους στο ψέμα. Μέσα στους ψευδείς αριθμούς του Υπουργείου Τουριστικής Ανάπτυξης δεκάδες εκατομμύρια τουριστών και δισεκατομμύρια δολαρίων θα έμπαιναν τάχα στις τσέπες του κόσμου. «Νόμιζαν» ότι είχαν χτυπήσει φλέβα χρυσού και το θέμα απλώς εκεί έληξε. Η κοινωνία δεν θα έβρισκε στον εαυτό της το θάρρος να διαμαρτυρηθεί εφ’ όσον η σφιχτή λαβή του Τμήματος Ασφαλείας ήταν πανταχού παρούσα γύρω από τους λαιμούς των πολιτών αναμένοντας «κινήσεις» για να καταπνίξει. Εν τω μεταξύ, ο «εκμοντερνισμός» είχε διευρύνει το χάσμα μεταξύ του κυβερνήτη και του λαού της Χομς. Για την εμπέδωσή του ο Κυβερνήτης κατέβαλλε τον υψηλότερο βαθμό αλαζονείας και περιφρόνησης. Προκάλεσε τον λαό με τις πολυτελώς ανήθικες «γιορτές» του, με τη διαφθορά και την επίδειξη του «μεγαλοαστισμού» του. Ενθάρρυνε τον παρεμβατισμό και τον αυταρχισμό σε όλο το φάσμα των λαϊκών υποθέσεων με τρόπο που είναι δύσκολο να αποδεχθεί ακόμη και ο πιο μειλίχιος πολίτης. Και καθώς η ιστορική καρδιά της πόλης Χομς εξασκούσε το (υπερ-)αστικό “στριπτίζ” της, τα ανάκτορα της εξουσίας και τα γραφεία της έφερναν παραδειγματικά «μνήμες» στο λαό σαν αυτές που έχουν δημιουργήσει κάποτε οι οπλισμένοι έποικοι και οι ξένοι στις ζούγκλες της Λατινικής Αμερικής, της Αφρικής και της Ασίας. «Μνήμες» τόσο πυρακτωμένες, που συνάμα λειτουργούσαν απαγορευτικά στον λαό. Για να αποτρέπουν τους ανθρώπους από το να ρίχνουν μια ματιά στο τι υπάρχει μέσα.

Ο Κυβερνήτης της Χ0μς κατέστησε μέτοχο όλη τη συνομοταξία που τον περιέβαλε. Το μεγαλύτερο μέρος αυτής απαρτίζονταν από οικογένειες και πλουσίους που ήταν ανοιχτοί στο νεο-φιλελεύθερο(ιμπεριαλιστικό) οικονομικό μοντέλο. Στην εγκαθίδρυση ενός φαινομένου που διαφεύγει από κάθε περιορισμό, μαζί με το οποίο εμφανίστηκε η διάκριση, -λες και η χώρα διαιρείται στα δύο-, των «κοινωνικά» ενταγμένων πολιτών (μουjταμιιν) και των λαϊκών (sh’αμπιιν), όπου το πρώτο μέρος απορροφά το αίμα του άλλου, εκλύοντας περιφρόνηση και βία, βάζοντας το πιστόλι στον κρόταφο του δεύτερου για να το αναγκάσει να σταθεί θεατής στη σκηνή παραβίασης των δικαιωμάτων του και της ίδιας της ζωής του, για να το σκοτώσει τελικά η φτώχεια. Δεν υπάρχει διέξοδος από αυτή την δυσάρεστη κατάσταση εκτός της εξόδου από τη σκηνή του κυβερνήτη και του καθεστώτος του. Μαχητής ή δολοφονημένος ο λαός, σε κάθε περίπτωση το σπαθί είναι στο χέρι του.

Η «Χουμάσνα» είχε ξεπεραστεί από μια αίσθηση αδικίας που δεν αξίζει στο λαό. Και οι άνθρωποί αυτοί αναρωτιούνται: γιατί εμείς πληρώνουμε το τίμημα ενός «εκσυγχρονισμού» που δεν θέλουμε; Υπάρχει κανένας λόγος να είμαστε τα θύματα; Και γιατί οι άλλοι να γίνουν πλούσιοι από αυτόν και εμείς να είμαστε φτωχοί, χωρίς γη ή δικαιώματα; Αυτές οι ερωτήσεις των ανθρώπων περιμένουν χωρίς αποτέλεσμα όποιον αναζητά από μακριά να κατανοήσει το δίκαιο. Στο τέλος, όταν αυτοί πια κουράστηκαν να περιμένουν και βαρέθηκαν μια ζωή μέσα στην απόγνωση, εξερράγησαν σαν ωρολογιακή βόμβα. Και έβαλαν ένα στοίχημα τελικής σωτηρίας, γνωρίζοντας ότι η αποτυχία του έχει ως μοναδικό αντάλλαγμα τον θάνατο κάτω από τα ερείπια των σπιτιών τους ή πάνω στους δρόμους της πόλης, τα οποία πρώτες οι μπουλντόζες άρχισαν να καταστρέφουν στο όνομα αυτού του «εκσυγχρονισμού», και ολοκληρώνουν σήμερα  τις εργασίες τους σκοτώνοντας τους ίδιους τους ανθρώπους. Πρόκειται για μια καταστολή που γίνεται με το πρόσχημα μιας συνωμοσίας η οποία εξυπηρετεί τους φονταμενταλιστές και τους εχθρούς του έθνους. Καμία θεραπεία δεν υπάρχει αν δεν τους σκοτώσουμε!

Σχολιασμός

Πρέπει να συνδεθείτε για να παραθέσετε σχόλιο.

top
©2013 pissias.gr | made by vairin