Τρία μεγάλα προβλήματα: Χρέος, Παραγωγή και Αριστερά (Μέρος πρώτο)
(Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα “Δρόμος της Αριστεράς” σε 2 συνέχειες στις 16/1/2015)
Τρία προβλήματα, μεταξύ τους αλληλένδετα που αλληλοκαθορίζονται. Όμως, ένα από αυτά έχει τον πρώτο και τον τελευταίο, τον υπερκαθοριστικό, λόγο..
Όπου χρέος η παρούσα κατάσταση, η τάση αλλά και η δυναμική του ελληνικού χρέους.. Όπου παραγωγή η παρελθούσα και παρούσα κατάσταση καθώς και η δυναμική της εγχώριας παραγωγής.. Όπου Αριστερά, για το παρόν άρθρο τουλάχιστον, η «κυβερνώσα» αριστερά, ο Σύριζα, η τάση και η δυναμική του..
Στην «Γενική εισαγωγή της κριτικής της πολιτικής οικονομίας», στα Grundrisse, ο Μαρξ θέτει ως πρωταρχικό σκοπό τον καθορισμό της θεμελιώδους έννοιας της πολιτικής οικονομίας, κατ’ αυτόν της παραγωγής, νοούμενης ως ιστορικο-κοινωνικό φαινόμενο.
Για την πραγματοποίηση αυτού του σκοπού ο Μαρξ επεξεργάζεται την μέθοδο που θα του επιτρέψει να μελετήσει τις εσωτερικές σχέσεις και τους δεσμούς συνάρθρωσης των τεσσάρων βασικών φαινομένων που αποτελούν το αντικείμενο της πολιτικής οικονομίας. Δηλαδή της παραγωγής, της κατανάλωσης, της διανομής και της ανταλλαγής (κυκλοφορίας) εμπορευμάτων και χρήματος).
Η μέθοδος αυτή για τον Μαρξ δεν μπορεί να είναι άλλη από την κριτική της προηγηθείσας των ημερών του κλασσικής πολιτικής οικονομίας. Της κλασσικής πολιτικής οικονομίας που θεμελιώθηκε ως θεωρητικό σώμα από τους Α. Σμιθ και Ντ. Ρικάρντο αλλά και με την συνεισφορά σημαντικών οικονομολόγων του 18ου έως και της αρχής του 19ου αιώνα. Η κριτική μέθοδος που υιοθετήθηκε από τον Μαρξ στο έργο του αυτό είναι στην ουσία της μια αντι-μέθοδος καθώς αποσκοπεί στην θετική ανασυγκρότησή του θεωρητικού σώματος της πολιτικής οικονομίας του καιρού του, μέσω της πολεμικής, της αποδόμησης και του επαναπροσδιορισμού των εννοιών που συγκρότησαν το θεωρητικό σώμα της κλασικής πολιτικής οικονομίας.
Η κριτική του παρόντος κειμένου υιοθετεί την πιο πάνω μέθοδο. Επιχειρεί δηλαδή τον επανακαθορισμό των εννοιών που συγκροτούν τον κεντρικό πολιτικό λόγο της κυβερνώσας –όπως αποκαλείται– Αριστεράς. Αφ’ ενός μέσω της αποδόμησής τους και αφ’ ετέρου μέσω της επανεξέτασης των μεταξύ τους εσωτερικών δεσμών, με σκοπό την –κατά το δυνατόν– θετική ανασυγκρότηση τόσο του πολιτικού της λόγου όσο και του πρακτικού της έργου.
Καθώς το παρόν κείμενο πραγματεύεται την εσωτερική σχέση του φαινομένου της εν’ Ελλάδι (μαραζόμενης..) παραγωγής και του φαινομένου του ελληνικού (υπερδιογκούμενου..) χρέους τις τελευταίες δεκαετίες, καθώς ακόμη πραγματεύεται τον τρόπο που η ελληνική αριστερά αντιλαμβάνεται τα φαινόμενα αυτά (χρέος, παραγωγή) στις μέρες μας, η προηγηθείσα μικρή εισαγωγή μπορεί να αποδειχθεί στον αναγνώστη του παρακάτω άρθρου χρήσιμη.
* * *
Τέσσερα χρόνια πέρασαν από τότε που ξέσπασε η κρίση, βρισκόμαστε πάλι σε παραμονές εκλογών κι’ ο λόγος, θεωρητικός και πρακτικός, των πολιτικών κομμάτων για την λειτουργία του οικονομικού-παραγωγικού συστήματος και για την οικονομική πολιτική της χώρας, παραμένει ανύπαρκτος. Υπό την εξής ωστόσο αίρεση: Η κυβερνώσα τα χρόνια της κρίσης παράταξη, δεν αρθρώνει μεν λόγο αλλά τουλάχιστον προτείνει την παλιά γνωστή της συνταγή.
Ο πρωθυπουργός ήταν σαφής. Θα χρειαστούν, δήλωσε πως θα υπάρξουν, 41 δις…, ώστε να προχωρήσουν τα μεγάλα έργα: Λιμάνια, σιδηρόδρομος, αυτοκινητόδρομοι, σήραγγες, και ότι άλλο θελήσουν οι εθνικοί εργολάβοι, θα ιδιωτικοποιηθούν ή εκχωρηθούν υποδομές, θα αναπτυχθούν το real estate και ο τουρισμός, 700.000 νέες θέσεις εργασίας θα δημιουργηθούν (και όχι 300.000 που εξήγγειλε ο Σύριζα..).. Η μεταποίηση και η γεωργία θα παραπεμφθούν σε ευρωπαϊκά ταμεία, ιδού η εξωγενής κατά βάσει οικονομική ανάπτυξη της χώρας. Την ίδια πάνω κάτω συνταγή προτείνει και κυβερνητικός του εταίρος, το πάλαι ποτέ κραταιό Πασόκ. Που τώρα τελευταία αναφέρεται και στην παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας.., με την γνωστή από γεννήσεώς του ροπή προς την λογοκλοπή και την πολιτική αναίδεια.
Αυτά προβάλλει για την παραγωγή η συγκυβέρνηση ως εάν η βαθμιαία εγκατάλειψη, οι στρεβλώσεις και προπαντός η αποσύνθεσή της να μην συντελέστηκαν, με σύστημα και μέθοδο –οι προμήθειες να ’ναι καλά…– επί των ημερών της, ιδιαίτερα μετά από την πρώτη κυβερνητική θητεία του ΠΑΣΟΚ (από το 1985 έως και σήμερα).
Και η Αριστερά;..
Αντί για μια περιεκτική πολιτική κριτική που να αντιπαραθέτει τον λόγο και το σχέδιο της προοριζόμενης να κυβερνήσει Αριστεράς, στον ανύπαρκτο λόγο και στο χρεοκοπημένο σχέδιο της αποσυρόμενης κυβέρνησης, επί θεμάτων οικονομικής στρατηγικής και μέτρων πολιτικής, γινόμαστε μάρτυρες μιας ατέρμονης συζήτησης για το χρέος και για την δανειακή σύμβαση. Μια συζήτηση κομμένη και ραμμένη για τηλεοπτικά παράθυρα, που ανάγει από εκεί και πέρα το πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας σε πρόβλημα καταστροφικής ή αντίθετα θαυματουργής διαπραγμάτευσης.
Μια συζήτηση από την οποία απουσιάζει ολότελα το οικονομικό υπόδειγμα, το οικονομικό σχέδιο και οι συνακόλουθες, κατάλληλα επεξεργασμένες οικονομικές εφαρμογές που θα μπορούσαν να δώσουν ώθηση σε συγκεκριμένες παραγωγικές οικονομικο-κοινωνικές δραστηριότητες.
Μια συζήτηση από την οποία, πολύ περισσότερο, απουσιάζουν οι «παντός καιρού» ειδικές οικονομικές πολιτικές, αυτές «που σώζουν» όταν ξεσπάει τρικυμία. Πολιτικές που αξιοποιούν αλλά συνάμα διαμορφώνουν και εμβαθύνουν στο φυσικό, στο ανθρώπινο και ειδικότερα στο τεχνικό-επιστημονικό συγκριτικό πλεονέκτημα μιας χώρας. Μια συζήτηση, τέλος, υποχρεωτική τώρα που η χώρα μας πρέπει να παλέψει σκληρά για να επιβιώσει ως οικονομική-παραγωγική οντότητα, σε μια εποχή ριζικής αναδιάρθρωσης του εθνικού, περιφερειακού και διεθνούς καταμερισμού εργασίας, σ’ έναν κόσμο που συγκλονίζεται και αδιάκοπα αλλάζει..
Αντί συνεπώς για μια συζήτηση που να εισχωρεί στην καρδιά του ελληνικού οικονομικού προβλήματος και των εξωγενών ή ενδογενών αδυναμιών του, γινόμαστε μάρτυρες όλον αυτόν τον καιρό μιας συζήτησης φτωχής σε νόημα, που πείθει μόνον εκείνους που θέλουν να πεισθούν και όχι εκείνους που βασανιστικά αναζητούν τρόπο για να απαλλαγούν από τον βαθύ σκεπτικισμό τους..
Το χρέος και η συγκυρία
«Το χρέος δεν είναι βιώσιμο, αυτή ήταν και είναι η πάγια θέση μας, με αυτήν απαντάμε στην κυβέρνηση που υποκλίνεται στους Τροϊκανούς»… «Αν δεν παραγραφεί, ολόκληρο, ή κατά το μέγα μέρος του, ανάπτυξη στη χώρα δεν θα υπάρξει»..
«Πάντων χρέος κρατεί» λοιπόν και όχι «νους» όπως έλεγε ο Αναξαγόρας…και υπέρτατος σκοπός η διαγραφή του, κάτι σαν… «διαγραφή του χρέους ή θάνατος», κατά την επικρατούσα όπως φαίνεται εγχώρια πολιτική αντίληψη…
Αντίληψη η οποία δεν διαχέεται από σεσημασμένους μονεταριστές οικονομολόγους ούτε από ένα, κάποιο, συντηρητικό ή νεοφιλελεύθερο κόμμα, αλλά, από την μείζονα καθ’ ημάς αντιπολίτευση, αυτήν που αυτοαναφέρεται στον αριστερό, ριζοσπαστικό χαρακτήρα και προσανατολισμό της. Όμως, η μονοσήμαντη, εμμονική και μάλλον ηττοπαθής αυτή αναφορά στο πρόβλημα του χρέους, όχι μόνον αριστερή ή ριζοσπαστική δεν είναι αλλά ούτε και πολιτικά ή οικονομικά ουδέτερη.
Γιατί, αυτή καθαυτή η συζήτηση για την βιωσιμότητα του χρέους, αυτός καθαυτός ο ισχυρισμός ότι «χωρίς διαγραφή του χρέους η οικονομία της χώρας δεν θα μπορέσει να αναπτυχθεί», όχι μόνο απαξιώνει την διαπραγματευτική δυνατότητα της χώρας αλλά και περιθωριοποιεί το πράγματι θεμελιώδες πρόβλημα της βιωσιμότητας της ελληνικής παραγωγής, παρά και ενάντια στο όποιο χρέος. Γιατί αυτή η μονοσήμαντη αναφορά στο δευτερογενές πρόβλημα του χρέους εκτοπίζει από την πολιτική αναμέτρηση το πρωτογενές πρόβλημα της πραγματικής οικονομίας.
Η κεντρική πολιτική θέση του Σύριζα, που διαχέεται από πολλά στελέχη του με εκφορά λόγου θεολογικά «αποκαλυπτική», αφορά στον ισχυρισμό ότι το χρέος της Ελλάδας εκτός από δυσβάστακτο είναι και μη βιώσιμο, και το γεγονός αυτό πρέπει να το αποδεχτούν (ρητά ή έστω άρρητα) οι δανειστές της χώρας. Ο Σύριζα με την διατύπωση και μόνο της θέσης του αυτής προς τους εξωτερικούς δανειστές της χώρας θέλει να πιστεύει ότι φτάνει στη μισή λύση του προβλήματος. Πιστεύει ακόμη ότι η όποια αποδοχή του από αυτούς συνεπάγεται και αποδοχή εκ μέρους τους ευεργετικών ρυθμίσεων για την ολοκληρωτική του λύση. Απατάται όμως ο Σύριζα, και μάλιστα διπλά, για τους εξής λόγους.
Ο πρώτος αφορά στο γεγονός ότι η αποδοχή της θέσης του Σύριζα προϋποθέτει συμφωνία με τους δανειστές στα κριτήρια οικονομικής και κοινωνικής βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους. Πράγμα δύσκολο, αν όχι αδύνατο, για όσους γνωρίζουν τις ακραία αντιτιθέμενες απόψεις που επικρατούν στο ζήτημα αυτό τόσο μεταξύ οικονομολόγων όσο και μεταξύ χρηματοπιστωτικών οργανισμών. Η μέθοδος της πειθούς σε κάθε διαπραγμάτευση, όπως και η έκθεση λογικών,, καλόκαρδων επιχειρημάτων έχουν βέβαια την χρησιμότητά τους, όμως η ουσιαστική ενασχόληση με τα δύσκαμπτα αντεπιχειρήματα της άλλης πλευράς έχει και αυτή την ξεχωριστή αξία της.
Τα αντεπιχειρήματα αυτά, στην περίπτωση του αιτήματος πρόσθετης διαγραφής σημαντικού μέρους του ελληνικού χρέους, δεν είναι ούτε λίγα ούτε αστήρικτα. Αντίθετα, έχουν υπόβαθρο ισχυρό, καθώς αφορούν (άμεσα ή έμμεσα) στην κοινή γνώμη και στις αποφάσεις ξένων κρατών που θα ληφθούν μέσω των δικών τους εσωτερικών κοινοβουλευτικών διαδικασιών. Εξαρτώνται συνεπώς από την όποια γνώμη τους για το ελληνικό κράτος και στις οικονομικές και προνοιακές του πολιτικές.
Σχετικά με το ζήτημα αυτό, πέρα από την ιδιοτέλεια της κάθε ξένης κοινής γνώμης ή το συμφέρον της κάθε ξένης κυβέρνησης, η αυτογνωσία του ελληνικού λαού (στο βαθμό που υπάρχει) αναδεικνύει αλήθειες πικρές, που αφορούν στην κατάσταση της πραγματικής οικονομίας της χώρας, στην συρρίκνωση των σημαντικότερων παραγωγικών τομέων της, στην ανισόμετρη ανάπτυξη άλλων, στις στρεβλώσεις, στις αγκυλώσεις, στην υψηλή τριτογενοποίηση, στον παρασιτισμό, στον αεριτζιδισμό, στα έργα και τις ημέρες της ευγενούς τάξης των λαμογίων…, σε «αμαρτίες» δηλαδή γνωστές και ομολογημένες, με ανομολόγητο ίσως το γεγονός ότι αυτές συνέβαιναν στη χώρα μας ενόσω αύξανε γοργά το συνολικό εθνικό αλλά και το κατά κεφαλήν εισόδημα των πολιτών της…
Όσο και αν επιθυμεί να αρνηθεί κανείς την αλήθεια μεγεθών που αφορούν σε οικονομικο-κοινωνικούς δείκτες και μέσους όρους, αποτελεί αδιάψευστο γεγονός πως η χώρα μας ήταν πριν λίγα χρόνια και παραμένει ακόμη και σήμερα χώρα υψηλού μέσου κατά κεφαλήν εισοδήματος.. Χώρα που καταλαμβάνει μια καλή θέση στο ρετιρέ του 20% χωρών με το υψηλότερο κατά κεφαλήν εισόδημα[1], χώρα που δεν μπορεί συνεπώς να αιτιολογήσει την ανθρωπιστική καταστροφή ενός τμήματος του πληθυσμού της παρά μόνον –ή κυρίως- με την άνιση κατανομή του εθνικού της εισοδήματος. Είτε μέσω των διαδικασιών διανομής και αναδιανομής του, είτε μέσω των διεργασιών αποδυνάμωσης, έως και αποσύνθεσης, του κοινωνικού κράτους.
Εν κατακλείδι, η ένταση της κρίσης και η φτώχεια που πλήττει ένα σημαντικό τμήμα της ελληνικής κοινωνίας εξηγείται με την σχετική και απόλυτη ευμάρεια, ακόμη και σε συνθήκες όπως οι σημερινές, ενός όχι ευκαταφρόνητου αριθμητικά προνομιούχου τμήματός της[2].
Άλλα αντεπιχειρήματα, ίσως λιγότερο γνωστά, αφορούν στο χρέος, στην οικονομική λειτουργία του και τις φαινομενικά παράδοξες πτυχές της ιστορίας του, όταν χρησιμοποιήθηκε (και χρησιμοποιείται) ως μοχλός για τον εκχρηματισμό της οικονομίας (διείσδυση του χρήματος και επέκταση της κυκλοφορίας του) και την ανάπτυξη της εμπορευματικής παραγωγής ιδιαίτερα σε χώρες με φυσικό πλούτο σημαντικό και, συνάμα, χαμηλή παραγωγικότητα. Σε χώρες δηλαδή με υποτονικό και στρεβλό καθεστώς συσσώρευσης. Πρόκειται βέβαια για αντεπιχειρήματα που προέρχονται από άλλους κύκλους πεποιθήσεων και δοξασιών…
Δεν αποτελούν όμως, όσα πιο πάνω εκτίθενται για το χρέος και το «παίγνιο» της διαπραγμάτευσή του, το κύριο θέμα του παρόντος άρθρου.
Το ζήτημα του χρέους και της παραγωγής στην οικονομική θεωρία
Ο προαναφερόμενος ισχυρισμός του οικονομικού επιτελείου του Συριζα ότι «χωρίς διαγραφή του χρέους η οικονομία της χώρας δεν θα μπορέσει να αναπτυχθεί», κρινόμενος από τη σκοπιά των προσφιλέστερων στην Αριστερά σχολών οικονομικής σκέψης και προπαντός αυτών που διαμορφώνουν το ιδεολογικό της υπόβαθρο (μαρξιστική, κεϋνσιανή, και όχι μόνο), τον απομακρύνει απόλυτα από την ιδέα οικοδόμησης πρότασης για την οικονομική, κοινωνική και πολιτική συγκρότηση της χώρας. Για την συγκρότηση της οικονομικο-κοινωνικής της βάσης και του πολιτικού-πολιτισμικού εποικοδομήματός της με σχέδιο, μέτρα και πολιτικές που να ανταποκρίνονται στις δυνατότητες που παρέχει η συγκυρία, οι εσωτερικοί και εξωτερικοί συσχετισμοί αλλά και το αξιακό-ηθικό σύστημα που αυτός πρεσβεύει. Η κριτική συνεπώς της πιο πάνω θέσης δεν είναι «ιδεολογικού σκοπού» και δεν απορρέει από μιαν αντίληψη που θεωρεί διακύβευμα της παρούσας συγκυρίας το δίλλημα «σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα» ούτε την συμπαθή εξαγγελία περί την (δια της ψήφου…) Ανατροπή. Είναι μια κριτική πρακτικού σκοπού που θεωρεί επιφανειακή έως και τυχοδιωκτική, την πολιτική που ανάγει το ελληνικό μέγα οικονομικό πρόβλημα σε ζήτημα χρέους..
Το χρέος, ένα δισυπόστατο οικονομικό μέγεθος, ένα μέγεθος ταυτόχρονα υλικό και άϋλο, που επηρεάζει σε σημαντικό βαθμό την κίνηση του κεφαλαίου, είναι μέγεθος που, σύμφωνα τουλάχιστον με τις σχολές των οικονομικών της ευημερίας και ιδιαίτερα σύμφωνα με το μαρξιανό παράδειγμα, εντάσσεται στο λεγόμενο πεδίο της κυκλοφορίας των ανταλλακτικών αξιών και ειδικότερα του χρήματος.
Διότι το χρέος μπορεί μεν να επηρεάσει το πεδίο της παραγωγής, όμως δεν μπορεί, σύμφωνα με το ίδιο θεωρητικό παράδειγμα, να το υποτάξει και επικαθορίσει. Αντίθετα μάλιστα, «λυγίζοντας (όπως λέμε) το ραβδί από την άλλη μεριά», μπορούμε να αποφανθούμε πως το πεδίο της παραγωγής είναι αυτό που επικαθορίζει το πεδίο της κυκλοφορίας, δηλαδή η παραγωγική δυναμική είναι αυτή που υπερέχει στην γενική κίνηση του κεφαλαίου, και σε τελευταία ανάλυση επικαθορίζει την οικονομική ανάπτυξη.
Η αναγωγή συνεπώς του χρέους σε επικαθοριστικό παράγοντα της αναπτυξιακής παραγωγικής –και κατ’ επέκταση της κοινωνικής- διαδικασίας αποτελεί θεμελιώδη θεωρητική εκτροπή για όποιους θέλουν να αναφέρονται στο μαρξιανό παράδειγμα…
Ο ίδιος ο Μαρξ άλλωστε, στην Εισαγωγή των Grundrisse (1857), εκθέτει με σαφήνεια την θέση πως κάθε κοινωνία οφείλει να αναλύεται ως ένας συλλογισμός που περιλαμβάνει τις εξής οικονομικές διαδικασίες ή φάσεις: Παραγωγή (ως καθολικότητα) / διανομή-ανταλλαγή (ως μερικότητα) / κατανάλωση (ως ατομικότητα) και υποστηρίζει πως η πρώτη, η παραγωγή, ως οργανική ολότητα, επικαθορίζει όλες τις άλλες διαδικασίες ή φάσεις. Συνάγεται συνεπώς ότι το χρήμα, μορφή του οποίου είναι το χρέος, αν και στην εποχή μας έχει γιγαντωθεί και κυριαρχήσει στην σφαίρα της κυκλοφορίας των ανταλλακτικών αξιών, υποτάσσεται στην παραγωγική διαδικασία, η οποία αποτελεί την κύρια διαδικασία της γενικής κίνησης του κεφαλαίου.
Η πιο πάνω θεωρητική-μεθοδολογική στην ουσία της- ανάλυση του Μαρξ δεν αφορά ωστόσο, όπως θα μπορούσε να αντιτείνει κανείς, μόνο σε παρελθούσες εποχές, τότε που αυτός επιχειρούσε την κριτική υπέρβαση της κλασσικής πολιτικής οικονομίας των Σμιθ και Ρικάρντο και την πολεμική αποδόμηση της μεθοδολογίας των συγχρόνων του Μπαστιά, Κάρεϋ και Προυντόν. Η μεθοδολογική αυτή προσέγγιση του Μαρξ αντέχει ακόμη και σήμερα, στην κρίσιμη αυτή φάση ακμής -και συνάμα παρακμής- του καζινο-καπιταλισμού. Σύγχρονες αναλύσεις της χρηματοπιστωτικής παγκοσμιοποίησης από οικονομολόγους της ευρύτερης μαρξιστικής σχολής επισημαίνουν τον κίνδυνο συναγωγής εσφαλμένων συμπερασμάτων από ποσοτικού χαρακτήρα συσχετίσεις (συγκρίσεις μεγεθών και τάσεων) της χρηματο-οικονομικής σφαίρας με την σφαίρα της παραγωγής και κυκλοφορίας υλικών ανταλλακτικών αξιών.
Το γεγονός της επιταχυνόμενης μεγέθυνσης της χρηματοπιστωτικής σφαίρας με ρυθμούς υπερτριπλάσιους από την σφαίρα της παραγωγής (σχηματισμός παγίου κεφαλαίου) και ανταλλαγής (εμπορευμάτων) δεν δικαιολογούν την χρησιμοποίηση όρων όπως «αυτονομία-αυτονόμηση» για την χρηματοπιστωτική σφαίρα. Μόνον οικονομολόγοι που ασχολούνται σχεδόν αποκλειστικά με τα επιφαινόμενα της οικονομίας, ή εγκλωβίζονται στην οπωσδήποτε αναγκαία και χρήσιμη, αλλά και για πολλούς λόγους μοδάτη (main stream), μελέτη των χρηματοπιστωτικών της εργαλείων και προϊόντων, μπορούν να αγνοήσουν αναλύσεις οικονομολόγων που αναφέρονται στην μαρξιστική (και όχι μόνον) σχολή. Ιδίως όταν αυτοί οι τελευταίοι ισχυρίζονται ότι «η χρηματοπιστωτική σφαίρα τροφοδοτείται από τον πλούτο που δημιουργεί μια επένδυση στον παραγωγικό τομέα και από την κινητοποίηση-αξιοποίηση εντός αυτού ενός εργασιακού δυναμικού πολλαπλών επιπέδων και μορφών εξειδίκευσης… Ένα τμήμα, σήμερα αυξημένο, των εισοδημάτων που δημιουργούνται στη διαδικασία της παραγωγής αποσπάται από αυτήν και διοχετεύεται στην χρηματοπιστωτική σφαίρα… τότε και μόνον τότε αρχίζουν να συντελούνται στο εσωτερικό της χρηματοπιστωτικής σφαίρας πολλαπλές διαδικασίες (προτσές) πλασματικής αξιοποίησής τους, που διογκώνουν το ονομαστικό μέγεθος των τίτλων, ομολόγων, κ.α. προϊόντων τιτλοποίησης δημόσιου εσωτερικού και εξωτερικού χρέους»[3].
Το αναποδογύρισμα του μαρξιανού παραδείγματος, που μόλις περιγράφτηκε, φανερώνει έλλειψη -ή και άρνηση- κατανόησης τόσο της γενικής κίνησης του κεφαλαίου, όσο και της ειδικής του κίνησής του, αυτής δηλαδή που συνδέεται με τις εκάστοτε προϋποθέσεις (γενικές και ειδικές) μετατροπής του χρηματικού κεφαλαίου σε παραγωγικό κεφάλαιο.
(Συνεχίζεται στο επόμενο φύλλο του «Δρόμου της Αριστεράς». Στο δεύτερο μέρος τα κεφάλαια «Χρηματικό και παραγωγικό κεφάλαιο», «Η εμπειρία της παραγωγής και η οικονομική-τεχνική επίλυσή του προβλήματός της».)
* Δρ. Παν. Σορβόννης (Αγροτική ανάπτυξη και προγραμματισμός) και Παν. Αμιέννης (Διεθνείς Οικονομικές Σχέσεις).
————————
[1] Το 2010 κατείχε θέση στο ρετιρέ του 15%. Υπολειπόμενη κατά 20% της Γερμανίας και 10% της Γαλλίας. Συγκρίνοντας τις μεταξύ μας παραγωγικές υποδομές αντιλαμβανόμαστε ίσως την παθογένεια της μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας.
[2] Εάν θέλουμε να αναγνωρίσουμε την πραγματικότητα… ας αποδεχθούμε πως τα 2/3του πληθυσμού υφίστανται τις συνέπειες της κρίσης και πως υπάρχει το άλλο 1/3 που όχι μόνον δεν τις υπέστη αλλά ένα μέρος του έχει σημαντικά ωφεληθεί. Στην πλευρά των 2/3 που την υφίστανται, άλλοι πιέζονται και άλλοι συνθλίβονται. Το πρόβλημα με την αναδιανομή είναι ότι κι’ εάν ακόμη επιχειρηθεί, τελικά θα περιοριστεί μόνο σε αυτά τα 2/3 καθώς οι άλλοι, αυτοί του επάνω ιδιαίτερα προνομιούχου 1/3 , φροντίζουν να είναι αόρατοι και φορολογικά ασύλληπτοι.. Η εξαγγελία για φορολόγηση του μεγάλου πλούτου, με τα σύνορα για τις χρηματικές και κεφαλαιακές ροές ανοιχτά, είναι τουλάχιστον υποκριτική.. Όμως η αναδιανομή πρέπει, και έτσι ακόμη να γίνει..
[3] François Chesnais (1996), La mondialisation financière, σ. 14, συλλογικό έργο, S. de Brunhoff, R. Farnetti, R. Guttman, D. Plihon, P. Salama, Cl. Serfati, ed: SYROS