top

Πρόλογος στο βιβλιο: Μικρό Εγχειρίδιο για την ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΝΥΠΑΚΟΗ

πολ ανυπακΈνα εξαιρετικό πόνημα αυτό το «μικρό εγχειρίδιο για την πολιτική ανυπακοή».

Πιάνει το νήμα από εκεί που το άφησε η πολιτική σχολή της «συγκεκριμένης ανάλυσης της συγκεκριμένης κατάστασης»∙ πέρασαν από τότε 100 χρόνια. Έκτοτε άρχισε η μεγάλη στροφή, καθώς η πρώτη ανυπάκουη  χώρα  δημιουργήθηκε∙ την ακολούθησαν αργότερα άλλες,  και αναδύθηκαν οι πρώτοι  ανυπάκουοι κοινωνικοί  και πολιτικοί οργανισμοί. Νέες χώρες, μεγάλες και μικρές, νέα κόμματα και συνδικάτα  αποτέλεσαν  τον τόπο προετοιμασίας  της νέας τότε επαγγελίας και συνάμα συγκρότησαν  το νέο πεδίο των κοινωνικών και πολιτικών αναμετρήσεων …

Έτσι δημιουργήθηκαν τα μεγάλα συλλογικά υποκείμενα  του 20ού αιώνα, που όμως, κι αν δεν λάθεψαν ως προς τις ιδέες τους, έσφαλαν, καθώς φαίνεται, στους τρόπους με τους οποίους θέλησαν να τις ζωοδοτήσουν.

Γι’ αυτό,  αλλά και για άλλους λόγους που η εξέτασή τους δεν εμπίπτει στο παρόν προλογικό σημείωμα, οι χώρες εκείνες χάθηκαν αφήνοντας στην θέση τους να δημιουργηθούν άλλες, αλλότριες,  χώρες.  Τα περισσότερα, αν όχι σχεδόν όλα, τα κόμματα και τα συνδικάτα εκείνης της μεγάλης πολιτικής εποχής, όσα δεν περιορίστηκαν στην απλή, έστω,  επιβίωσή τους, μεταλλάχθηκαν και σήμερα πορεύονται ως σώματα πολιτικά, θεσμικώς μεν αποκαταστημένα, όμως  γηρασμένα και με μικρή ψυχή.

Το ανά χείρας εγχειρίδιο,  βέβαια, δεν αναφέρεται στην επαγγελία  της «όλης ιδέας», ούτε στο «όλον πολιτικό γίγνεσθαι», είτε του παρελθόντος, είτε του παρόντος , είτε του μέλλοντος.  Ωστόσο εγγράφεται στην πρώτη, με ένα περίγραμμα σημαντικών ιδεών  και  στην δεύτερη, με εικόνες εύστοχα αποκαλυπτικές και ιστορίες εύγλωττες  ̇ πάντοτε μικρές  και  ωραίες.

«Δεν έχουμε εγκαταλείψει την ιδέα να αλλάξουμε τον κόσμο.. οι μακροπρόθεσμοι στόχοι μας απαιτούν μια κοινωνία δικαιοσύνης, ισότητας, επιθυμίας, αρμονίας με την φύση…, όπου δεν θα πατάμε στα πτώματα των άλλων για μια θέση στον ήλιο…  μια κοινωνία χωρίς πυρηνικά, χωρίς φτώχεια, χωρίς εκμετάλλευση, χωρίς αλλοτριωτική κατανάλωση, χωρίς βία, χωρίς πόλεμο..κλπ.» ..

Το περίγραμμα των ιδεών του συγγραφέα είναι εδώ, επίκαιρο, επιτακτικό  αλλά και πρόδηλα γνώριμο, καθώς  το αξιακό του υπόβαθρο ανιχνεύεται έναν και δύο και είκοσι και περισσότερους αιώνες πριν..

Δεν είναι αυτό όμως που θέλει να αναδείξει και πραγματευτεί τούτο το δοκίμιο.  Το πεδίο αναφοράς του εξέρχεται του τόπου των ιδεών και προχωρά πιο πέρα από την περιγραφή και την εννόηση της περιβάλλουσας αντικειμενικής πραγματικότητας. Το πόνημα του Xavier Renou, το οποίο  σωστά αυτοπροσδιορίζεται ως εγχειρίδιο,  δεν επικεντρώνει στην δομή που «δέον» να ανατραπεί, αλλά μετατοπίζεται προς το υποκείμενο της ανατροπής της, το οποίο εγκαλεί ως προς τις παραμορφώσεις του και το προσκαλεί στο πεδίο της καθημερινής, αποτελεσματικής, κοινωνικής και πολιτικής πράξης. Αποσυνδέεται  από την παράδοση της κυρίαρχης, έως και τις προηγούμενες  δεκαετίες,   σχολή πολιτικής σκέψης  και  απομακρύνεται από τους καθιερωμένους, αν και πλέον αναποτελεσματικούς,  χώρους των «γενικών αναλύσεων των γενικών καταστάσεων». Με τον τρόπο αυτό πιάνει το νήμα με την σχολή που προαναφέραμε, παραφράζοντάς την ανεπαισθήτως,  αυτήν  της «συγκεκριμένης ανάλυσης της συγκεκριμένης πράξης».

Το μερικό   έναντι του γενικού, τα ενδιάμεσα στάδια  έναντι του καθολικού process. Ως πολιτική πρακτική  βέβαια αυτές οι διχοτομίες, ως σχέδιο δράσης που περιέχει ειδική στρατηγική και δεν επαφίεται σε μια δρασεολογικά ανεπεξέργαστη γενική στρατηγική, ως μέθοδος εστίασης επί του γεγονότος της δράσης και όχι ως εμμονή στην όποια μονοθεματικότητα.

Επιπρόσθετα, επιχειρεί να εισαχθεί στο αχανές, πολυτάραχο και πολύ σκληρά δοκιμασμένο σύμπαν των εκατομμυρίων σημαντικών πολιτικών δράσεων, των χιλιάδων συλλογικών κινηματικών εμπειριών, των εκατοντάδων αξιολογικά  καταγεγραμμένων πολιτικών μορφωμάτων, των δεκάδων, τέλος,  ρευμάτων ρηξικέλευθης, ενίοτε  υποδειγματικής, σκέψης και προπαντός πράξης.

Ταυτόχρονα, και εδώ βρίσκεται το χάρισμα αυτού του εγχειριδίου,   περιλαμβάνει προτάσεις  που αναφέρονται τόσο σε στοιχεία μιας σχετικά συνεκτικής θεωρίας της δράσης όσο και σε εμπειρικά βιωμένα γεγονότα υποδειγματικών, επιτυχών ή ανεπιτυχών, δράσεων. Το χάρισμα αυτό αποκτά μεγαλύτερη αξία αν αναλογιστεί κανείς πως το σώμα  μιας γενικής θεωρίας της δράσης ουδέποτε δημιουργήθηκε  και  πως τα θεμέλιά της δεν τέθηκαν, παράδοξο όμως αληθινό,  από στοχαστές της μαρξιστικής κοινωνιολογικής-πολιτικής παράδοσης αλλά από στοχαστές της άλλης όχθης, όπως ο M.Weber, ο Α. Schutz  κ.α. Πολύ αργότερα, στα μέσα του 20ου αιώνα, η προσπάθεια εμπέδωσης μιας γενικής θεωρίας της δράσης ενισχύθηκε έμμεσα αλλά ουσιαστικά, με την αποκατάσταση του ξεχασμένου υποκειμένου –άνθρωπος και πρόσωπο το υποκείμενο αυτό- από στοχαστές που καταγράφονται, παρά την ετεροδοξία τους, στον «δυτικό μαρξισμό», όπως ο J. P. Sartr, ο H. Marcuze  κ.α.

Για όλους τους παραπάνω λόγους δεν έχει σημασία αν το εγχειρίδιο που συνέταξε περιέχει, ή προϋποθέτει,  συστηματικές περιοδολογήσεις,  ταξινομήσεις ή αξιολογήσεις, του προαναφερόμενου σύμπαντος, σημασία έχει ότι προσφέρει καίριες επισημάνσεις, σημειολογικού χαρακτήρα, που αφορούν στην κριτική της καθημερινής άυλης και αναποτελεσματικής πολιτικής πρακτικής:

«δεν χωρούν πλέον αυτοματισμοί στις επιλογές μας.. το να αρκείσαι στις διαδηλώσεις, στη συλλογική αγανάκτηση, στην παρακολούθηση «σωστών» συνεδρίων, στην ανάγνωση των «σωστών» βιβλίων, στην ζεστασιά της λιακάδας των διαμαρτυριών χωρίς αύριο, μέχρι να ξαναβρείς την μικρή σου βόλεψη για να αναμείνεις τα επόμενα άσχημα χτυπήματα.. (είναι σαν)  να θεωρείς τις μορφές διαμαρτυρίας  κάτι σαν προσευχές προς τους ισχυρούς που δεν έχουν παρά μόνο συμβολική αξία»..

Η κριτική των μοντέλων δράσης τόσο της θεσμικής, μεταρρυθμιστικής, όσο και ενός μεγάλου μέρους της εξωθεσμικής αριστεράς στο παραπάνω απόσπασμα είναι εμφανής. Μονοτονία,  φορμαλισμός, απουσία ευρηματικότητας και  προπαντός  έλλειψη εξειδικευμένης κινηματικής-ακτιβιστικής οργανωτικότητας, συνιστούν το  μεταλλαγμένο τους «μεγα» ή «μικρο»-γραφειοκρατικό DNA. Ταυτόχρονα, διανοητική και αγωνιστική ατολμία, έλλειψη νεύρου, αποφυγή του ρίσκου (ρητή η αναφορά του σε αυτό), ο φόβος, το αίσθημα της αδυναμίας, η κατάθλιψη, συνιστούν το ψυχολογικό υπόβαθρο του ίδιου DNA.  Γι’ αυτό, τόσο  η πρότυπη, αυθεντική   παραγωγή καίριων και αποτελεσματικών πολιτικών δράσεων όσο  και η ευρύτερη σύνθεση παράπλευρων δράσεων, παραγόμενων από άλλα πολιτικά υποκείμενα,   δεν περιλαμβάνονται στο, όποιο,  στρατηγικό ή τακτικό τους σχέδιο.

Στο πρώτο μέρος, εκεί όπου ο συγγραφέας εκθέτει τους βασικούς του προβληματισμούς  και όπου επεξεργάζεται το εμπειρικό πολιτικό του υλικό, καταγράφει  σε  πρώτο χρόνο  μνήμες που αντλούνται από την σχετικά πρόσφατη  κινηματική- εξεγερσιακή ιστορία:

«ξεσηκωμός του Στόουνγουολ, πορεία του αλατιού, απεργία των ανθρακωρύχων του Μπέρμιγχαμ, ξεσηκωμός των παιδιών στο Σοβέτο, το Λαρζάκ, το Πλογκόφ και άλλοι σταθμοί πυρηνικής ενέργειας που παρεμποδίστηκαν..οι νίκες κατά της ιδιωτικοποίησης του νερού στη Βολιβία, κατά της χρήσης των βαλλιστικών πυραύλων Πέρσιγκς κ.λπ.».

Παρατίθενται  και λίγα αρνητικά, όμως  εκ προθέσεως διδακτικά, παραδείγματα αποτυχημένων δράσεων, όπως αυτό της παρεμπόδισης εκτόξευσης του γαλλικού πυραύλου Μ51 στο κέντρο δοκιμών Μπισκαρός.

Στα επόμενα μέρη, σε δεύτερο χρόνο,  το εγχειρίδιο πραγματεύεται το κύριο αντικείμενό του. Και αυτό δεν είναι άλλο από την επεξεργασία ενός υποδειγματικού  εργαλείου επιλογής, μελέτης, ανάλυσης, σχεδιασμού  και υλοποίησης  δράσεων συμβατών με την γενική θεωρία και πράξη ενός ολοκληρωμένου παραδείγματος  πολιτικής ανυπακοής. Το  υπόδειγμα που τελικά  προτείνεται από τον συγγραφέα παρουσιάζεται  στο δεύτερο και  τρίτο μέρος του εγχειριδίου με τρόπο πυκνό και άρτιο, ιδιαίτερα σε ότι αφορά στο σκέλος της υλοποίησης ενός σχεδίου δράσης. Στα σχετικά κεφάλαια ορίζονται οι υλικοτεχνικοί όροι και το θεσμικό-νομικό και επικοινωνιακό πλαίσιο μέσα στο οποίο θα αναπτυχθεί  η συγκεκριμένη δράση. Παράλληλα  επιχειρείται η  περιγραφή των ρόλων που συνθέτουν το δρων πολιτικό υποκείμενο και προσεγγίζονται τόσο λειτουργικά όσο και παιδαγωγικά οι ενδο-οργανωτικές  και, προπαντός,   οι κοινωνικές στάσεις και  συμπεριφορές των μελών του.

Την πατρότητα του γενικού παραδείγματος της ανυπακοής και ειδικότερα της μη βίαιης διεκδικούν πολλές πολιτικές παραδόσεις (με γνωστότερη την ινδική),  το προτεινόμενο ωστόσο υπόδειγμα προκύπτει αναμφίβολα μέσα από την κοινωνική, πολιτική και πολιτισμική πραγματικότητα που το γέννησε, το εξέθρεψε και,  στις μέρες μας, το επηρεάζει και  το διαμορφώνει. Δεν αποτελεί προϊόν έλλογης και μόνο γνώσης, εμπειρικής και θεωρητικής, αλλά και βιωματικής. Για τον λόγο αυτό εμπεριέχει εσωτερικούς προσδιορισμούς και άρα περιορισμούς ως προς την γενικότερη εφαρμογή του. Προνομιακός του χώρος ο λεγόμενος αναπτυγμένος κόσμος, εκεί όπου το όπλο της πολιτικής ανυπακοής διατηρεί, ακόμη, την απονομιμοποιητική,  αποδομητική  και παραλυτική του σχετική ισχύ.

Σε αυτό το υπόδειγμα ο συγγραφέας εισάγει τόσο τα αξιακά-ηθικά  όσο και τα αξιολογικά-λειτουργικά του προτάγματα και αρχές. Από τα πρώτα στην κορυφαία θέση τοποθετεί την αρχή της μη βίαιης δράσης. Την εξετάζει ηθικά και δικαιακά, εντάσσοντάς την βέβαια στο θετικο-δικαιακό νεωτερικό δημοκρατικό πολιτειακό  πλαίσιο.

Αν και αναγνωρίζει και στην συνέχεια ψηλαφεί  τις πολλές «γκρίζες ζώνες», όπως τις αποκαλεί,   που χωρίζουν την βίαιη από την μη-βίαιη πολιτική πράξη, αν και  αποφαίνεται ρητά πως:

«τα μεγάλα εγκλήματα έχουν διαπραχθεί από Κράτη,  οι ψευτοδημοκρατίες δεν πάνε πίσω, για να μην πάμε πιο μακριά κι’ από την δική μας (γαλλική) «μεγάλη δημοκρατία»

κι’ αν παράλληλα προσθέτει αναφορές  για τους:

«εκτελεσμένους, τα θύματα  των σφαγών, τις γενοκτονίες .. (αλλά και)  τις δολοφονίες συνδικαλιστών, δημοσιογράφων, προοδευτικών ακτιβιστών που σκοτώθηκαν επί   γαλλικού εδάφους ή εντός του “τσιφλικιού” της “Γαλλο-Αφρικής”..»

εμμένει, ως απολύτως δικαιούται, στο ηθικό και φιλοσοφικό του αξίωμα.

Σε ότι αφορά στα αξιολογικά-λειτουργικά του προτάγματα, σε σχέση πάντοτε με την αρχή της μη βίαιης δράσης,   στην κορυφαία θέση τοποθετεί το πρόταγμα της αποτελεσματικότητας των δράσεων. Το συνυφαίνει με το  σύνθετο ζήτημα της διαχείρισης της έντασης  και με το κρίσιμο ζήτημα της υποκείμενης, καθότι ασκούμενης  από τον αντίπαλο,  βίας.  Αδήριτος σκοπός  να επιτευχθεί η αναστροφή, να υπάρξει θετικό, ωφέλιμο, αποτέλεσμα. Ο συντάκτης του παρόντος  προλόγου είναι σε θέση να γνωρίζει και να συμφωνεί απόλυτα στο ζήτημα αυτό.

Είναι γεγονός ότι σε πολλά από τα πιο πάνω προβλήματα, όπου το κείμενο αναφέρεται στο μέγα ζήτημα της βίας, μπορούν να δοθούν και διαφορετικές απαντήσεις. Το εγχειρίδιο επεξεργάζεται τις πολιτικότερες από αυτές και τις ενσωματώνει  με τον πιο συνεκτικό ηθικο-δικαιακά και τον πλέον εύστοχο λειτουργικά τρόπο στο υπόδειγμα πολιτικής ανυπακοής που προτείνει.  Βέβαια, στο μέγα ανθρώπινο, όσο και πολιτικό, κοινωνικό και πολιτισμικό πρόβλημα της  βίας, το δοκίμιο δεν μπορεί και ούτε στοχεύει να ολοκληρώσει  την  προβληματική του. Κάτι τέτοιο προϋποθέτει μετατόπιση του θεματικού αντικειμένου σε άλλα  πεδία, όπως  της φιλοσοφίας, της ιστορίας, της ανθρωπολογίας, της ψυχολογίας και… «ουκ εστίν αριθμός».  Παράλληλα απαιτεί την γνώση της δυναμικής των σύγχρονων –παλαιών και αναδυόμενων- κοινωνιών σε ολόκληρο τον πλανήτη, την πρόβλεψη της πορείας του ανθρώπινου γένους,   την εξέλιξη της ανθρώπινης ιδιοσυστασίας στις νέες συνθήκες, την κατανόηση της πολυτροπίας των κοινωνικών και πολιτικών συμπεριφορών και δράσεων.

Καθώς η απάντηση στα ερωτήματα αυτά δεν είναι μία, οι πορείες προν τον σκοπό είναι περισσότερες. Μία πορεία από αυτές, ανοιχτή στους ανθρώπους, έντιμη και δυναμική, προτείνεται στο πόνημα του Xavier Renou.  Σε σχέση με την πορεία αυτή, όπως και σε σχέση με κάθε άλλη πορεία, θα υπάρχουν  πάντοτε οι καλές προσδοκίες, τα ωραία σχέδια,  αλλά θα υπάρχουν  προπαντός  οι πραγματικότητες…

Θέτοντας το θέμα της αποτελεσματικότητας  του παραδείγματος της μη βίαιης δράσης και της ανυπακοής,  σε συγκεκριμένα πεδία γενικής  ή μερικής πολιτικής κρίσης, συνάγονται  ομοιότητες και διαφορές μεταξύ των συμπερασμάτων.

Τα πρόσφατα παραδείγματα της Αιγύπτου και της Τυνησίας, όπου εκδηλώθηκε ένα ισχυρό κίνημα μη βίαιης δράσης και πολιτικής ανυπακοής «γενικού σκοπού», που αφορούσε στην ανατροπή του καθεστώτος, απέδειξαν πως ο γενικός πολιτικός συσχετισμός μπορεί να μεταβληθεί, με την εφαρμογή της ελάσσονος καθεστωτικής βίας. Πράγματι,  κατά την περίοδο της κρίσης και της αναμέτρησης,   οι παγιωμένοι και άτεγκτοι   μηχανισμοί καταστολής, αντί να εξωτερικεύσουν ολόκληρη την καθεστωτική βία ενάντια στον λαό την εσωτερίκευσαν στο μεγαλύτερο μέρος της με αποτέλεσμα να οδηγηθούν σε βαθμιαία παράλυση και αυτό-αφοπλισμό. Στην εξέλιξη αυτή συνέβαλε καθοριστικά η παρατεταμένη, αποφασιστική, ανυποχώρητη, επιθετική αλλά όμως μη βίαιη δράση των εξεγερμένων. Ο μη βίαιος χαρακτήρας της δράσης των εξεγερμένων δεν επέτρεψε στο καθεστώς να συσπειρωθεί, αντίθετα επέτρεψε να δημιουργηθούν οι ρωγμές που το αποδυνάμωσαν.

Στα   αντίστοιχα πρόσφατα παραδείγματα  όμως  της Λιβύης και της Συρίας, κράτη   με παρόμοιους αλλά ασθενέστερους σε σχέση με την Αίγυπτο μηχανισμούς καταστολής, είδαμε να εκλύεται η μέγιστη βία, ιδιαίτερα όταν τέθηκε σε εφαρμογή το σχέδιο εξωτερικής επέμβασης.

Φαινομενική παραδοξότητα αποτελεί όμως η περίπτωση  κράτους το οποίο αντιμετώπισε ένα πρόβλημα μη βίαιης δράσης, μικρότερης διάστασης  και «ειδικού σκοπού», που αφορούσε στην  μεταβολή  ενός τοπικού συσχετισμού για την άρση του ανθρωπιστικά καταστροφικού  εμπάργκο στη Λωρίδα της Γάζας. Στην περίπτωση αυτή,  υπήρξε εφαρμογή «άμετρης» στρατιωτικής βίας -όπως αποφάνθηκε και το δικαστήριο ανθρωπίνων δικαιωμάτων του ΟΗΕ- από το φερόμενο ως δημοκρατικό κράτος του Ισραήλ έναντι ολίγων εκατοντάδων  ακτιβιστών που άσκησαν, σε διεθνιστικό πλαίσιο, το δικαίωμα της μη βίαιης δράσης και  ανυπακοής.

Παρά το γεγονός όμως ότι η διεθνής «έννομη» τάξη τείνει να απορροφά τους κραδασμούς που η ίδια, μέσω των προνομιακών πρωταγωνιστών της, προκαλεί, υπήρξαν θετικά αποτελέσματα, όπως η πιο πάνω απόφαση, οι αποφάσεις άλλων διεθνών οργανισμών και η σημαντική μεταστροφή της παγκόσμιας «κοινής γνώμης».  Έστω…

Όμως, τα αποτελέσματα αυτά προέκυψαν κυρίως από την ανικανότητα  του ισραηλινού κράτους να διαχειριστεί την πολιτική, επιχειρησιακή και επικοινωνιακή ένταση στα επίπεδα που την ανέβασε η δράση των ακτιβιστών οι οποίοι,  αξιοποίησαν  την ασυμμετρία  της αναμέτρησης  για να  προκαλέσουν το  φαινόμενο και τον αντίκτυπο του μπούμερανγκ.

Το μακράς πνοής αυτό σχέδιο που περιλαμβάνει αλληλουχία εγχειρημάτων,   πέρα από το ότι επιβεβαιώνει  το εξεταζόμενο παράδειγμα, αποτέλεσε -ήδη από τις απαρχές του- και μια εμπειρία συνάντησης και συνέργειας δύο διαφορετικών υποδειγμάτων πολιτικής δράσης. Ιδιαίτερα σε ότι αφορά στο πρώτο και απολύτως επιτυχές εγχείρημα του 2008, το μεν  ένα υπόδειγμα αποτελούσε ιδιότυπη εφαρμογή  μιας δράσης πολιτικής ανυπακοής από την ομάδα των ακτιβιστών του ISM (International Solidarity Movement),  και το δεύτερο συνιστούσε ένα επίσης ιδιότυπο ελληνικής προέλευσης και προσαρμογής υπόδειγμα πολιτικής δράσης. Η ομάδα του ISM σχεδίασε και υλοποίησε το γενικό πολιτικό και επικοινωνιακό σχέδιο, η ελληνική ομάδα οργάνωσε και υλοποίησε το επιχειρησιακό σχέδιο. Η συνάντηση αυτή των δύο υποδειγμάτων, που στο πολιτικό επίπεδο έφερνε σε αντιπαράθεση, μεταξύ άλλων,  την κουλτούρα των απόλυτων συναινέσεων με την κουλτούρα της αποτελεσματικότητας των άμεσων αποφάσεων και σε ανθρώπινο επίπεδο, πάλι μεταξύ άλλων,  την… διατροφική κουλτούρα των πολλών  vegan μελών του ISM –καροτοφάγων τους αποκαλούσαμε- με αυτή ημών των σαρκοφάγων –βαρβάρων μας αποκαλούσαν- υπήρξε αποτελεσματική και γόνιμη. Μέχρι και γάμους και παιδιά από αυτές τις ιστορίες είχαμε.

 

Σχολιασμός

Πρέπει να συνδεθείτε για να παραθέσετε σχόλιο.

top
©2013 pissias.gr | made by vairin