Μακεδονικό: Όνομα ή Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης;
«Όταν η πόλη στασιάζει
ουδείς δικαιούται να μένει αμέτοχος»
Αριστοτέλης ο Σταγειρίτης
(Δεν ήταν δηλαδή μόνο ο Μέγας Αλέξανδρος, ήταν κι ο Αριστοτέλης Μακεδόνας…)
Στην Θεσσαλονίκη και στην πλατεία Συντάγματος δεν υπήρξε στάση, είναι ίσως ακόμη νωρίς. Όμως υπήρξε μήνυμα μεγάλου πλήθους, βουβό, χωρίς οργή, κραυγές ή ύβρεις. Κάποιοι κατάλαβαν, η κυβέρνηση όχι, γι’ αυτό και έσπευσε, μόνη αυτή, να εκστομίσει την δική της ύβρη.
1. Η ελεγχόμενη, επί του παρόντος τουλάχιστον, εθνικο-πολιτική κρίση που αφορά στο λεγόμενο «μακεδονικό ζήτημα», αναπτύσσεται σε έναν ανθρωπογεωγραφικό χώρο που υπερβαίνει τα όρια της ιστορικής Μακεδονίας (4ος αιώνας π.Χ.).
Αναζητώντας κανείς τις μεταγενέστερες της ιστορικής-αρχαίας Μακεδονίας ρίζες του μακεδονικού ζητήματος, μπορεί να περιοδολογήσει, υποτυπωδώς, την εξέλιξή του απ’ την εποχή της καθόδου των σλαβικών φυλών (7ος αιώνας μ.Χ.), την επτά αιώνες αργότερα κατάκτηση από τους Τούρκους (14ος αιώνας), την πρώτη μεγάλη αντιοθωμανική εξέγερση του Ίλιντεν το 1903, τον Μακεδονικό αγώνα (1904-8), την απελευθέρωσή της από τους Οθωμανούς στη διάρκεια των βαλκανικών πολέμων (1912-13) και την διανομή της μεταξύ Ελλάδας, Σερβίας, Βουλγαρίας, φτάνοντας στην εποχή ανάδυσης ενός μακεδονιστικού πολιτικού κινήματος (1934)[1] που καταλήγει στην δημιουργία, μετά τον πόλεμο, ενός ομόσπονδου Γιουγκοσλαβικού κρατιδίου[2] σε εδάφη της μακεδονικής νότιας Σερβίας.
2. Το ζήτημα της συγκρότησης ενός τμήματος του μακεδονικού ανθρωπογεωγραφικού χώρου σε Γιουγκοσλαβικό ομόσπονδο κρατίδιο (1944) και σε ανεξάρτητο κράτος (1991) καλύπτεται επαρκώς από την υπάρχουσα βιβλιογραφία, εκείνο που δεν καλύπτεται όμως είναι το ζήτημα του αντικειμενικού σκοπού και του υποκειμενικού νοήματος. Ποιος δηλαδή αντικειμενικός σκοπός κινεί την ιστορική αλληλουχία (φάσεων-κορυφώσεων-ανακατατάξεων) που ξεκίνησε στα τέλη του 19ου αιώνα και φτάνει στις μέρες μας; Ποιο υποκειμενικό νόημα κινητοποιεί τους μακεδονικούς πληθυσμούς[3] και ποιο τις πολιτικές, οικονομικές και τις πνευματικές του ηγεσίες; Πως όλοι αυτοί εντάσσονται σε τούτη την ιστορική αλληλουχία, με ποια χτες και ποια σήμερα εθνοτική αναφορά, ποιό κοινωνικό σχέδιο τους συνεγείρει, τι είδους συνείδηση φτιάχνεται εκεί;
3. [… Για να ανακαλύψω πόσα γνωρίζουν από την παράδοση ρώτησα μερικά παιδιά από ένα χωριό κοντά στην Οχρίδα[4]…. «ποιός έκτισε αυτό το μέρος;»… «οι παππούδες μας απάντησαν»… «και ποιοι ήταν αυτοί ρώτησα;… ήταν Σέρβοι, Βούλγαροι, Έλληνες ή Τούρκοι;».. «δεν ήταν Τούρκοι ήταν Χριστιανοί»… Και αυτά ήταν περίπου όλα όσα ήξεραν..]. Αφήγηση του H.N. Brailsford[5], Βρετανού επικεφαλής του Βρετανικού Ταμείου Αρωγής για τα Βαλκάνια, που βρέθηκε εκεί το 1903 μετά την εξέγερση του Ίλιντεν.
Αναφερόμενος και στην επικρατούσα σε αυτήν την περιοχή γλώσσα την χαρακτηρίζει «μακεδονική διάλεκτο» γράφοντας επιπλέον ότι «δεν ανήκει ούτε στην βουλγαρική ούτε στην σερβική φιλολογία, συγγενεύει όμως περισσότερο με την βουλγαρική»[6]. Αν και οι μαρτυρίες αυτές δεν συνεπάγονται κατηγορηματικές γενικεύσεις, έχουν την σημασία τους, στο βαθμό που ενισχύουν την θέση πως μακεδονική εθνική συνείδηση στους πληθυσμούς της σημερινής ΠΓΔΜ, τότε τουλάχιστον δεν υπήρχε. Η υποκειμενική νοηματοδότηση των αντιστάσεων των μακεδονικών πληθυσμών ήταν κατά τεκμήριο απελευθερωτική, στρεφόμενη πρώτα ενάντια στον οθωμανικό ζυγό, αργότερα ενάντια στην καταπίεση του βασιλείου της Σερβίας, ώσπου τον λεγόμενο Μακεδονισμό τροφοδότησαν στον μεσοπόλεμο μόνον η Βουλγαρία και η Κομιντέρν, για δικούς της σκοπούς η κάθε μία. Εξέγερση όμως με όραμα την δημιουργία ενιαίου ανεξάρτητου εθνικού μακεδονικού κράτους δεν υπήρξε τότε, αλλά ούτε και αργότερα.
Ειρηνική και δημιουργική συνύπαρξη με την γειτονική χώρα, ενόσω αυτή θα αποδέχεται μοίρα προτεκτοράτου.. δεν μπορεί να διασφαλιστεί..
4. Όσον αφορά στο ζήτημα του εδαφικού προσδιορισμού, της εθνικής συνείδησης, ως αποτέλεσμα μιας πλειοψηφούσας, εθνοτικής έστω, συνείδησης και το ζήτημα της μακεδονικής γλώσσας (διαλέκτου στην πραγματικότητα), κάποιοι θεωρούν ότι δεν αποτελεί αναγκαία συνθήκη όσον αφορά στην ύπαρξη εθνικής ταυτότητας και στην ίδρυση ανεξάρτητου εθνικού κράτους. Κάποιοι άλλοι όμως θεωρούν ότι αποτελεί την αναγκαία και ικανή συνθήκη και κάποιοι, τέλος, την αναγκαία αλλά όχι και την ικανή.
Οι πρώτοι, ευφυώς σκεπτόμενοι, στην παρούσα τουλάχιστον δύστροπη φάση, δεν προβάλλουν την ως άνω νεωτερική ή μετανεωτερική αντίληψή τους για την εθνική ταυτότητα η οποία παραπέμπει στην υποκειμενική θεωρία για το έθνος και το εθνικό κράτος. Αφήνουν την συζήτηση να εξελιχθεί και περιμένουν το καλοκαίρι για «να πέσουν οι υπογραφές, να εισέλθει πανηγυρικά η ΠΓΔΜ στο ΝΑΤΟ και να τελειώνουμε»…
Βέβαια, η νεωτερική κατά βάση αυτή αντίληψη, ιδεολογική και συνάμα πραγματιστική, σε αντίθεση με την προνεωτερική, δεν θέτει όρια σε όποιους σχεδιάζουν νέους γεωπολιτικούς χάρτες, καταλύουν κράτη για να δημιουργήσουν νέα κράτη ειδικού σκοπού, του ιδικού τους δηλαδή σκοπού. Τα Βαλκάνια, η Αφρική και η Μέση Ανατολή ο προνομιακός τους χώρος, 20ός και 21ος αιώνας η νέα τους εποχή.
Η αντίληψη αυτή, παρά το γεγονός ότι θεωρείται στην εποχή μας κυρίαρχη, δεν αντέχει σε κριτική, ειμί μόνον εάν αποδεχθεί κανείς την άνευ όρων παράδοση της ανθρωπότητας στην επιθετικότερη και πλέον διαλυτική μορφή παγκοσμιοποίησης. Λογική της συνεπαγωγή η αύξηση των κατ’ ευφημισμόν, κυρίαρχων εθνικών κρατών –διάσπαση των πολυεθνοτικών ή δημιουργία σημαίας ευκαιρίας κρατών– σε «ουκ εστίν αριθμός» κράτη. Πόσα από αυτά ωστόσο τα κράτη είναι βιώσιμα και κάπως ανεξάρτητα και πόσα προτεκτοράτα ειδικών καθηκόντων και σκοπών είναι ένα καίριο ζήτημα. Ένα ζήτημα που αφορά όχι μόνο την ΠΓΔΜ αλλά, εμμέσως πλην σαφώς, και την Ελλάδα.
Οι δεύτεροι συνιστούν έναν επικουρικό ιδεολογικό μηχανισμό των πρώτων είτε γιατί σε αυτή την ιδέα πιστεύουν, είτε γιατί με το πολιτικό-πρακτικό αποτέλεσμα αυτής της ιδέας συμφωνούν.
Στην περίπτωση των «πιστών» στην ιδέα της «αναγκαίας και ικανής συνθήκης» το πρόβλημα εξετάζεται, σε αρκετές περιπτώσεις, με επιστημονική εντιμότητα ως προς τα πραγματικά δεδομένα. Εάν τα δεδομένα τους επαληθεύουν τότε συμπεραίνουν ότι υπάρχει αντικειμενική βάση για την ίδρυση εθνικού κράτους. Εάν όχι, οδηγούνται στο αντίθετο συμπέρασμα.
Στην περίπτωση των ενδιαφερόμενων πρωταρχικά για το πολιτικό αποτέλεσμα, εάν τα πραγματικά δεδομένα δεν συμφωνούν με την πολιτική τους θέση τότε τόσο το χειρότερο για τα δεδομένα… Γιατί τότε συμβαίνει, οι ίδιοι να αυτοπαγιδεύονται και στην καλύτερη περίπτωση τα δεδομένα να παρερμηνεύονται (σφάλμα υποκειμενικότητας). Στην χειρότερη περίπτωση τα δεδομένα απλά παραποιούνται. Αυτό συμβαίνει στις περισσότερες περιπτώσεις, αυτό και στην περίπτωση της ΠΓΔΜ.
Οι τρίτοι τέλος, αυτοί με τους οποίους συντάσσεται το παρόν κείμενο, θεωρούν ότι το ζήτημα του γεωγραφικού προσδιορισμού, της εθνικής συνείδησης και το ζήτημα της γλώσσας αποτελούν μεν αναγκαία συνθήκη για την ίδρυση ενός κράτους, αλλά όχι ικανή συνθήκη για την ύπαρξή του ως ανεξάρτητου εθνικού κράτους.
Σε ό,τι αφορά στην θέση της Ελλάδας έναντι της ΠΓΔΜ, ακόμη κι’ αν ίσχυε η παραπάνω αναγκαία συνθήκη, δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ικανή, χωρίς να συνεκτιμηθούν, μεταξύ άλλων, τα εξής καίρια ζητήματα: α) της μη βιωσιμότητας του περίκλειστου αυτού νεοφυούς κράτους, γεγονός που το καθιστά απρόβλεπτο σε περίπτωση περιφερειακής κρίσης, β) της κρατικής-θεσμικής του ευθραυστότητας, της αδύναμης υπόστασης του πολιτικού του προσωπικού κλπ.
Ειρηνική και δημιουργική συνύπαρξη με την γειτονική χώρα, ενόσω αυτή θα αποδέχεται μοίρα προτεκτοράτου και δεν προτάσσει την απαγκίστρωσή της από έναν ρόλο εργαλειακό –κι’ ίσως αύριο αποσταθεροποιητικό– δεν μπορεί να διασφαλιστεί..
Η συνεκτίμηση των όρων που προαναφέρθηκαν δεν αφήνουν περιθώρια στην σημερινή Ελλάδα να προβεί σε παραχωρήσεις σε ένα κράτος που αύριο θα μπορεί να χρησιμοποιήσει εναντίον της εγείροντας ανυπόστατα δικαιώματα.
Πόσο λίγο κατανοούν ή αισθάνονται τι σημαίνει η λέξη Βαλκάνια;
5. Για τους παραπάνω λόγους το παρόν κείμενο δεν επικεντρώνει στο ζήτημα του ονόματος, στο οποίο, για προφανείς λόγους, εστιάζει η κυβέρνηση της γειτονικής χώρας. Συμπαρασύροντας με την εμμονική της ταχτική και την εγκλωβισμένη –σε μια κοντόφθαλμη και ενδοτική πολιτική- ημετέρα κυβέρνηση. Αντίθετα, το κείμενο δίνει έμφαση στην σταθερότητα και μονιμότητα της ειρηνικής συνύπαρξης μεταξύ των δύο γειτονικών κρατών επισημαίνοντας κινδύνους που δημιουργούν οι κατ’ εντολήν, ευκαιριακές κι’ αθεμελίωτες, συμφωνίες. Αμέτρητος ο αριθμός τέτοιων ανερμάτιστων συμφωνιών στην νεότερη παγκόσμια, βαλκανική και μεσανατολική ιστορία. Απροσμέτρητες οι καταστροφές που επακολούθησαν των υποχωρήσεων και εκχωρήσεων (βλ. Γιουγκοσλαβία, Μέση Ανατολή, τις τελευταίες μόλις δεκαετίες)
6. Παραδείγματα όπου διενέξεις βαθιές άλλοτε επιβαρύνθηκαν και άλλοτε όχι, από ονοματολογικού-τοπωνυμικού χαρακτήρα διαφορές, υπήρξαν και υπάρχουν πολλά. Ενδεικτικά αναφέρονται τα παραδείγματα των διενέξεων μεταξύ Κυπριακής Δημοκρατίας και ψευδοκράτους, όπως και μεταξύ Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας και Δημοκρατίας της Κίνας. Στις περιπτώσεις αυτές το μεν ψευδοκράτος δεν έτυχε καμίας διεθνούς αναγνώρισης πλην της Τουρκικής η δε Δημοκρατία της Κίνας αναγνωρίζεται από 22 μόνον χώρες.
Ενδεικτικά της δεύτερης κατηγορίας διακρατικών διενέξεων, ενίοτε συγκρουσιακών, που δεν επιβαρύνθηκαν όμως δημιουργώντας και ονοματολογική κρίση, αναφέρονται τα παραδείγματα μεταξύ:
α) Ισραήλ-Παλαιστίνης, όπου οι μεν Εβραίοι επέλεξαν τον πατρωνυμικό τύπο, εν’ προκειμένω Ισραήλ ως μεταγενέστερο όνομα του Ιακώβ και όχι Ιουδαίος ως φυλετικό-γεωγραφικό τύπο, παράγωγο της Ιουδαίας, χώρας της φυλής του Ιούδα, οι δε Παλαιστίνιοι τον ομώνυμο φυλετικό-γεωγραφικό τύπο,
β) Σενεγάλης-Μαυριτανίας-Μάλι, όπου το όνομα της κοινής τους διεθνούς λεκάνης του ποταμού Σενεγάλη, που πηγάζει από το Μάλι και διαχωρίζει συνοριακά την Μαυριτανία από την Σενεγάλη, επέλεξε ως γεωγραφικό τύπο η ομώνυμη χώρα. Όμως η Μαυριτανία και κατά μία έννοια το Μάλι επέλεξαν για την ονομασία τους τον εθνο-φυλετικό τύπο.
Έχει ίσως σημασία να αναφερθεί ότι η κατηγοριοποίηση των ονομάτων κρατών μελών του ΟΗΕ σε 4 τύπους: φυλετικο-εθνοτικό, γεωγραφικό, προσανατολιστικό (Β/Ν, Α/Δ) και πατρωνυμικό, δείχνει ότι λιγότερο από 1/3 των κρατών επέλεξαν τον τύπο της φυλετικο-εθνοτικής κατηγορίας και λιγότερο από 2/5 τον γεωγραφικό.
7. Προς τι συνεπώς η εμμονή του νεοφυούς γειτονικού κράτους για ένα όνομα που με την επικύρωσή του, από την Ελλάδα ιδιαίτερα, δημιουργούνται εξ’ αντικειμένου βάσιμες προϋποθέσεις μελλοντικής κρίσης; Ποιόν σκοπό εξυπηρετεί η φαινομενικά αθώα επιμονή της πολιτικής του ηγεσίας για μια ονομασία πρόδηλα δομικού, ιεραρχικού χαρακτήρα η οποία συνεπάγεται αναδιάταξη δύο όμορων ανθρωπογεωγραφικών οντοτήτων, όπου η νεότερη οντότητα, η σλαβομακεδονική, αναγορεύεται σε εθνική κρατική οντότητα και η παλαιότερη, η ιστορική ελληνική, υποβαθμίζεται, dejure, σε περιφερειακή, γεωγραφική οντότητα;
Με δεδομένο ότι η κλίμακα του ιστορικού χρόνου υπερβαίνει σε υπέρτατο βαθμό τον πολιτικό χρόνο των απλώς γενναιόδωρων και καλοπροαίρετων (υπόθεση εργασίας) κ.κ. Τσίπρα, Κοτζιά κ.ά. όπως και των απλώς εμμονικών και ίσως ολίγον πονηρών (πάλι υπόθεση εργασίας), κ.κ. Ζάεφ, Ντιμιτρώφ, κ.α. μπορεί κανείς να εγγυηθεί ότι δεν θα υπάρξουν εξελίξεις για την μετατροπή της dejure κατάστασης σε defacto; Όπου η συνορεύουσα προς βορρά χώρα, καθιερωμένη πλέον και από εμάς με την υπογραφή της επισπεύδουσας κυβέρνησής μας ως μακεδονική εθνική κρατική οντότητα, θα απολαμβάνει όλων των προνομίων εκπροσώπησης ενός μακεδονικού έθνους. Ενός μη πραγματικού έθνους-κράτους -ποιός βέβαια θα ενδιαφέρεται τότε γι’ αυτήν την λεπτομέρεια- προκατασκευασμένου για ειδικούς αλλότριους σκοπούς.
Πόσο κοντόθωρη, εάν όχι οτιδήποτε άλλο, είναι όμως η κυβερνητική αντίληψη πως με την αλλαγή, όποτε, ενός-δύο άρθρων στο σύνταγμα της γειτονικής χώρας και την αποκαθήλωση μερικών αγαλμάτων και ταμπελών αίρεται ο αλυτρωτισμός; Πόση άγνοια κινδύνου χαρακτηρίζει όσους δεν γνωρίζουν τα χίλια πρόσωπα του αλυτρωτισμού; Πόσο δοτικοί στον αγοραίο εθνικισμό των γειτόνων, και πόσο ενδοτικοί στον μετα-εθνικό επιθετικό ηγεμονισμό των επικυρίαρχων και άλλων επικίνδυνων κρατών καθίστανται κάποιοι ημέτεροι, δήθεν διεθνιστές, μονίμως υποκλινόμενοι στον εθνικισμό των άλλων; Πόσο λίγο κατανοούν ή αισθάνονται τι σημαίνει η λέξη Βαλκάνια;
Η αδυναμία επίτευξης συναποδεκτής και τελεσίδικης συμφωνίας μεταξύ των δύο χωρών δεν αποκλείει, αλλ’ αντίθετα επιβάλλει, την σύγκλιση και συμφωνία επί ενός άλλου, περισσότερο θεμελιώδους δικαιώματος. Του δικαιώματος των ανθρώπων που ζουν στα δύο αυτά όμορα κράτη να συνυπάρξουν ειρηνικά χτίζοντας στέρεα την μεταξύ τους εμπιστοσύνη
8. Η λύση του μακεδονικού προβλήματος, η πορεία προς την λύση καλύτερα, αφορά σε πρόβλημα δυσεπίλυτο καθότι στην δομή και στην ουσία του συστημικό. Όταν μάλιστα σε αυτό εμπλέκονται η ιστορία με τη φυσική γεωγραφία, με την ανθρωπογεωγραφία, με την εθνολογία, την γλωσσολογία, την γεωοικονομία, την γεωπολιτική, κ.ά. –τόσο στην αναλυτική όσο και στην εμπειρική τους μορφή- είναι σχεδόν βέβαιο πως ό «ήλιος της λύσης» δεν μπορεί αύριο κιόλας ν’ ανατείλει. Παρ’ εκτός κι’ αν η «λύση» επιβληθεί, έξωθεν-άνωθεν δια της πυγμής και, παράλληλα, έσωθεν δια της αβελτηρίας. Αυτά διδάσκει η ιστορία.
9. Η υπαινικτική αναφορά σε δύο μόνον από τα θέματα που μελετούν η Ιστορία, η εθνολογία και η γλωσσολογία, έγινε για ν’ απαντήσει στο ισχυρό πράγματι επιχείρημα περί του δικαιώματος αυτοπροσδιορισμού ενός πληθυσμού, λιγότερο ή περισσότερο διαμορφωμένου ως εθνοτικο-κοινωνικής οντότητας. Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα, σύμφωνα με τους πιο πάνω υπαινιγμούς, είναι πως το δικαίωμα αυτό, όσον αφορά στους πολίτες του γειτονικού κράτους, δεν θεμελιώνεται.
Χρόνια πέρασαν και θα περάσουν άλλα πολλά ώσπου η μια άποψη, ενδεχόμενα, να καταβάλει την άλλη[7]. Όμως, μέχρι τότε, τι θα γίνεται;
10. Η αδυναμία επίτευξης συναποδεκτής και τελεσίδικης συμφωνίας μεταξύ των δύο χωρών επί του δικαιώματος αυτοπροσδιορισμού της ΠΓΔΜ ως εθνικού μακεδονικού κράτους δεν αποκλείει, αλλ’ αντίθετα επιβάλλει, την σύγκλιση και συμφωνία επί ενός άλλου, περισσότερο θεμελιώδους δικαιώματος. Του δικαιώματος των ανθρώπων που ζουν στα δύο αυτά όμορα κράτη –ανθρώπων που η ιστορία, κατά κάποιο τρόπο (εθνοτικό, ανθρωπογεωγραφικό και όχι εθνικό), τους συνέζευξε[8] και κατά έναν άλλο τρόπο σήμερα τους χωρίζει– να συνυπάρξουν ειρηνικά χτίζοντας στέρεα την μεταξύ τους εμπιστοσύνη[9] και να επιχειρήσουν μια αμοιβαίως επωφελή συνεργασία, συμπορευόμενοι σε όλους τους τομείς μιας βιώσιμης ανάπτυξης.
Πάει να πει πως το μακεδονικό πρόβλημα, για μια εύλογη περίοδο, πρέπει πρωταρχικά να αναχθεί σε πρόβλημα διεθνών σχέσεων, εγγράφοντας ως κύριο σκοπό την ειρηνική και δημιουργική συνύπαρξη.
Χωρίς αμφιβολία, η θεμελίωση του πρωταρχικού αυτού σκοπού, απαιτεί εμβάθυνση σε ζητήματα που αφορούν στην δυναμική των διεθνών σχέσεων στην σημερινή εποχή. Απαιτεί παράλληλα συστηματικές προσπάθειες κοινών προσεγγίσεων σε θέματα που αφορούν στις ιστορικές, ανθρωπογεωγραφικές, οικολογικές, οικονομικές, κοινωνικές και πολιτισμικές παραμέτρους της δυσεπίλυτης πολυπαραγοντικής μακεδονικής συνάρτησης.
11. Όσα όμως κι αν γραφτούν για την αδυναμία θεμελίωσης δικαιώματος αυτοπροσδιορισμού της ΠΓΔΜ ως μακεδονικής εθνικής κρατικής οντότητας, όσο κι’ αν αποδεικνύεται σαθρός ο ισχυρισμός της κυβέρνησης ότι η άρον-άρον προωθούμενη συμφωνία γίνεται για καλό σκοπό και με αγαθές ένθεν-κακείθεν προθέσεις, το καίριο ερώτημα που πλανάται είναι:
«Είμαστε εμείς ακμαία και δημιουργική χώρα, έχουμε λειτουργικό και αποτελεσματικό κράτος, διαθέτουμε ανεξάρτητη και σθεναρή πολιτική και πνευματική ηγεσία; Εάν ναι, πάει καλά, εάν όχι πώς θα αναχαιτίσουμε τους εκβιασμούς των ΗΠΑ, του ΝΑΤΟ, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πώς θα σηκώσουμε το βάρος μιας μακρόπνοης προσπάθειας για την κατανόηση και αποδοχή της ελληνικής θέσης στην παγκόσμια πολιτική σκηνή, εδραιώνοντάς την ως σημαίνον και μη διαπραγματεύσιμο στοιχείο των διεθνών σχέσεων;»
Το ερώτημα αυτό, οπωσδήποτε βάσιμο, που πολύ σωστά απασχολεί πολλούς από όσους αντιδρούν, όπως εμείς, στην συμφωνία, εμφανίζεται να τα υιοθετεί –και διαχέει– και η κινούμενη σε αντίθεση κατεύθυνση κυβέρνηση, που σπεύδει ωστόσο να υπογράψει την συμφωνία.
Και πράγματι η κυβέρνηση, επιστρατεύοντας προσκείμενους και παρακείμενους οργανικούς (εργαλειακούς) διανοούμενους που σπεύδουν να τεθούν στην υπηρεσία της -άλλοι από ιδιοτέλεια και άλλοι από ιδεολογική εμμονή- ιδιοποιείται, με τον τρόπο της, αυτά τα ερωτήματα με σκοπό να καθηλώσει εκείνους που διαφωνούν μαζί της και αντιδρούν. Την μεγάλη πλειοψηφία δηλαδή του ελληνικού λαού, όπως βεβαιώνουν όλες οι ενδείξεις.
Ανακαλεί για τον λόγο αυτό από το παρελθόν το γνωστό (και τότε σφόδρα κατακριτέο…) επιχείρημα περί «Ψωροκώσταινας», που εμπεριέχει έναν καλά χωνεμένο ραγιαδισμό, για να πει, ούτε λίγο ούτε πολύ: «που πάμε ξυπόλυτοι στ’ αγκάθια.. ή όπως αλλιώς..».
Έτσι διαβάζουμε, μεταξύ άλλων, και την δημοσιευμένη στο κομματικό της έντυπο θαυμάσια, όσο και επίκαιρη, αναφορά του Παναγιώτη Κονδύλη:
«όποιος μονίμως επαιτεί δάνεια και επιδοτήσεις για να χρηματοδοτήσει την οκνηρία και την οργανωτική του ανικανότητα δεν μπορεί να περιμένει ότι θα εντυπωσιάσει ποτέ κανέναν με τα υπόλοιπα “δίκαιά” του».
Άραγε τι να υπονοεί ο θηρευτής του πιο πάνω αποσπάσματος[10]; Ότι ο «αυστηρά περιγραφικός» -συνεπώς καθόλου εργαλειακός όπως οι προαναφερόμενοι διανοούμενοι- Κονδύλης, εγκαταλείποντας πριν 20 χρόνια τον ίσως μάταιο τούτο κόσμο, ασπάζονταν την θεωρία της ψωροκώσταινας ως αναπόφευκτης μοίρας του ελληνισμού και καλούσε τους Έλληνες να υποταχθούν σε αυτήν;
Επιστρέφοντας σε αυτούς που και αυτογνωσία διαθέτουν, και τις παθογένειες της χώρας γνωρίζουν αλλά συγχρόνως αντιδρούν. Γι’ αυτούς ένας δρόμος υπάρχει:
Να μην υπάρξει συμφωνία, να τα «στηλώσουμε» δηλαδή, και να ξεκινήσουν δυό παράλληλες προσπάθειες: Η μία αφορά στην κατανόηση της ελληνικής θέσης στην παγκόσμια πολιτική σκηνή και να επιδιωχθεί η εδραίωσή της ως σημαίνον και μη διαπραγματεύσιμο εκ’ μέρους της Ελλάδας στοιχείο των διεθνών σχέσεων. Η άλλη να γίνουμε Χώρα δημιουργική και να αποκτήσουμε ανεξάρτητη και σθεναρή πολιτική και πνευματική ηγεσία.
Συμπεραίνοντας
Ο χρόνος που δεν διέθεσε, αλλά απλώς έθεσε, η αμερικανονατοϊκή εντολή είναι απολύτως ανεπαρκής για την ολοκλήρωση των αναγκαίων πολιτικών, κοινωνικών και πολιτισμικών διαδικασιών με στόχο την παραγωγή σταθερών και μόνιμων αποτελεσμάτων.
Στις διεθνείς σχέσεις ο βαθμός απροσδιοριστίας είναι μέγιστος, ίσως μεγαλύτερος από αυτόν που εμπεριέχεται στην βιολογική εξέλιξη των ειδών… Οι γεωπολιτικές σταθερές είναι πάντοτε περιορισμένες σε αριθμό, καθοριστικής ωστόσο σημασίας. Δεν μένουν αμετάβλητες αλλά διαγράφουν σπειροειδείς τροχιές πολλών δεκαετιών ή και αιώνων. Στην διάρκειά τους, όσοι σκέφτονται με όρους ευκαιρίας («καλός και λογικός άνθρωπος ο κ. Ζάεφ», «ας υπογράψουμε τώρα καλύτερα, αύριο θα είναι αργά..» κλπ) ή επιδίδονται σε περιδεείς τακτικισμούς, όσοι δηλαδή δεν σκέφτονται με όρους εθνικής-περιφερειακής και παγκόσμιας γεωστρατηγικής, θέτουν, υπογράφοντας, σε κίνδυνο το ειρηνικό μέλλον της χώρας..
γ) Το ζήτημα της αναγνώρισης, εκ’ μέρους της Ελλάδας, της ΠΓΔΜ ως μακεδονικό εθνικό κράτος, δεν μπορεί να τίθεται άμεσα και προκαταβολικά προς συζήτηση. Η Ελλάδα μακεδονικό όνομα δεν έχει λόγο να συζητά ούτε να αναγνωρίσει. Εθνικιστική εμμονή, εν προκειμένω, εδώ δεν υπάρχει και πρόδηλα εκ’ του πονηρού τα λεγόμενα.
Κάθε μακεδονικό όνομα, εγγενώς και αφ’ εαυτού στοιχειοθετεί παλίνδρομους αλυτρωτισμούς και προσφέρεται για σχεδιασμούς που μπορούν και πάλι τον χάρτη της βαλκανικής να αλλάξουν.
Εν κατακλείδι, το μακεδονικό πρόβλημα σήμερα αφορά σε ένα ολοκληρωμένο, περιεκτικό και ουσιώδες στάδιο Οικοδόμησης Μέτρων Εμπιστοσύνης (ΟΜΕ) υποκείμενο σε διαρκείς αξιολογήσεις των αποτελεσμάτων του. Κι αυτό θέλει τον δικό του εύλογο χρόνο.
[1] Πρόπλασμα μακεδονισμού αχνοδιαγράφεται στα μέσα του 19ου αιώνα συνδεδεμένο ωστόσο με την βουλγαρική εθνική ιδεολογία.
[2] Όπως τα γερμανικά länder.
[3] Ελληνόφωνους, σλαβόφωνους, αλβανόφωνους και βλαχόφωνους.
[4] Η πόλη της Οχρίδας βρίσκεται σε απόσταση 100 περίπου χλμ. Βόρεια της Φλώρινας στο έδαφος της σημερινής ΠΓΔΜ.
[5] H.N. Brailsford «Μακεδονία, οι φυλές της και το μέλλον τους», σελ. 127, εκδ. Οδυσσέας 2006 (πρώτη αγγλική έκδοση 1906). Να σημειωθεί ότι τον συγγραφέας δεν τον διακατείχε κανενός είδους φιλελληνισμός.
[6] Εάν κάτι σημαίνει αυτό, η ελληνική γλώσσα είναι πρώτης τάξης κλάδος του ευρωπαϊκού γλωσσικού κορμού. Η βουλγαρική και η σέρβικη γλώσσα είναι τέταρτης τάξης (σλαβικοί) κλάδοι.
[7] Η αντιπαράθεση των δύο αυτών απόψεων επιβάλλεται να συνεχιστεί, χωρίς αυταπάτες όμως σχετικά με την επιστημονική αποδειξιμότητά (demonstrability) τους.
[8] Ως προερχόμενους από αρχαία ελληνικά (οι Μακεδόνες Έλληνες) ή νεότερα σλαβικά (οι Σλαβομακεδόνες) φύλλα.
[9] Εμπιστοσύνη (Trust) έννοια κομβική, καθοριστική στις διεθνείς σχέσεις, ιδιαίτερα όταν πρόκειται για επίλυση κρίσεων.
[10] Παναγιώτης Κονδύλης, «Προϋποθέσεις, παράμετροι και ψευδαισθήσεις της ελληνικής εθνικής πολιτικής».